ἀντεισάγω

From LSJ
Revision as of 15:03, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεισάγω Medium diacritics: ἀντεισάγω Low diacritics: αντεισάγω Capitals: ΑΝΤΕΙΣΑΓΩ
Transliteration A: anteiságō Transliteration B: anteisagō Transliteration C: anteisago Beta Code: a)nteisa/gw

English (LSJ)

[ᾰγ],

   A introduce, import instead, D.9.39 (Pass.), Pl.Ax. 369e, Men.402.16, etc.    II bring in to office, etc., in turn, ἀλλήλους εἰς ἐπαρχίας κτλ. Plu.Caes.14.    III restore, Gal.6.75, al.

German (Pape)

[Seite 245] (s. ἄγω), anstatt eines Andern einführen, Plat. Ax. 369 e Dem. 9, 39 Plut. Caes. 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεισάγω: εἰσάγω ἀντί τινος, ἀντικαθιστῶ, Δημ. 121. 6 (ἐν τῷ παθ.), Πλάτ. Ἀξ. 369Ε, Μένανδ. ἐν «Πλοκίῳ» 1. 16. ΙΙ. εἰσάγω ἀμοιβαίως εἰς ὑπούργημά τι, εἰς ἐπαρχίας καὶ στρατεύματα καὶ δυνάμεις ἀλλήλους ἀντεισαγόντων Πλουτ. Καῖσ. 14.

French (Bailly abrégé)

1 introduire à la place d’un autre, substituer;
2 amener tout à tour en fonction.
Étymologie: ἀντί, εἰσάγω.

Spanish (DGE)

1 introducir en lugar de ταῦτα ἀντεισάγων ἀντὶ τούτων D.9.39, τῇ στερήσει τῶν ἀγαθῶν ἀντεισάγων κακῶν αἴσθησιν Pl.Ax.369e, ἀνασκευάζων μὲν φρενῖτιν, ἀντεισάγων δὲ λήθαργον S.E.M.11.136, ἀδικίαν ἀντὶ δικαιοσύνης Phld.Piet.p.8, cf. Gr.Naz.M.35.773C, Zonae.p.164.
2 restaurar, restituir τὴν ἡττημένην ποιότητα Gal.6.75.
3 ayudar, apoyar a su vez εἰς ἐπαρχίας ... ἀλλήλους Plu.Caes.14.

Greek Monolingual

ἀντεισάγω (AM)
εισάγω κάτι αντί άλλου, αντικαθιστώ
αρχ.
τοποθετώ με τη σειρά μου κάποιον σε μια θέση ή αξίωμα.

Greek Monotonic

ἀντεισάγω: μέλ. -ξω,
I. εισάγω αντί άλλου, υποκαθιστώ, σε Δημ.
II. ανεβάζω σε αξίωμα διαδοχικά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντεισάγω:
1) вместо (кого-л. или чего-л.) вводить, подставлять (τί τινι Plat.);
2) замещать, заменять (sc. τινά Men.);
3) выдвигать, проводить (на должность) (ἀλλήλους εἰς ἐπαρχίας καὶ δυνάμεις Plut.);
4) ввозить взамен (ἀντί τινος Dem.).

Middle Liddell


I. to introduce instead, substitute, Dem.
II. to bring into office in turn, Plut.