ἀσκευής
κράτιστοι δ᾽ ἂν τὴν ψυχὴν δικαίως κριθεῖεν οἱ τά τε δεινὰ καὶ ἡδέα σαφέστατα γιγνώσκοντες καὶ διὰ ταῦτα μὴ ἀποτρεπόμενοι ἐκ τῶν κινδύνων → the bravest are surely those who have the clearest vision of what is before them, glory and danger alike, and yet notwithstanding, go out to meet it | and they are most rightly reputed valiant who, though they perfectly apprehend both what is dangerous and what is easy, are never the more thereby diverted from adventuring
English (LSJ)
ές,
A without the implements of his art, Hdt.3.131. II without furniture, Muson.Fr.14p.71H.
German (Pape)
[Seite 371] ές, = folgdm, Her. 3, 131; neben ἄοικος καὶ ἀκτήμων Muson. Stob. flor. 67, 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσκευής: -ές, μὴ ἔχων τὰ ἐργαλεῖα τῆς ἑαυτοῦ τέχνης, ἀσκευὴς ἐὼν καὶ ἔχων οὐδὲν τῶν ὅσα περὶ τὴν τέχνην ἐστὶ ἐργαλήια Ἡρόδ. 3. 131. ΙΙ. ὁ ἄνευ σκευῶν οἰκιακῶν ἢ ἐπίπλων, Κράτης ἄοικός τε καὶ ἀσκεὺς καὶ ἀκτήμων τέλεον ἦν Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 412. 24.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sans instruments, sans outils.
Étymologie: ἀ, σκεῦος.
Spanish (DGE)
-ές
carente de enseres o instrumentos de un médico ἀσκευής περ ἐών Hdt.3.131, de un pobre ἄοικος τε καὶ ἀ. καὶ ἀκτήμων Muson.Fr.14.
Greek Monolingual
ἀσκευής, -ές (Α) σκεύος
1. αυτός που δεν έχει εργαλεία της τέχνης του
2. εκείνος που δεν έχει έπιπλα.
Greek Monotonic
ἀσκευής: -ές (σκευή), αυτός που δεν έχει τα εργαλεία της τέχνης του, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσκευής: не имеющий инструментов (ἰητρός Her.).
Middle Liddell
σκευή
without the implements of his art, Hdt.