ὁμοθυμαδόν
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
Adv.
A with one accord, πάντες ὁ. Pl.Lg.805a, etc. ; ὁ. ἐκ μιᾶς γνώμης D.10.59 ; ὁ. ἅπασιν ὑμῖν ἀντιληπτέον Ar.Pax484, cf. Av.1015, X.HG2.4.17, LXXEx.19.8, Plb.1.45.4, al., SIG742.13 (Ephes., i B.C.), Act.Ap.15.25.
German (Pape)
[Seite 334] einmüthig; ἅπασιν ἡμῖν ἀντιληπτέον, Ar. Pax 476; Av. 1015; Plat. Legg. VII, 805 a; Xen. Hell. 7, 1, 22 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοθῡμᾰδόν: Ἐπίρρ., ὁμοθύμως, ὁμοφώνως, ὁμοψύχως, Πλάτ. Νόμ. 805Α, κτλ.· ὁμ. ἐκ μιᾶς γνώμης Δημ. 147. 1· κατὰ τὸ πλεῖστον συνημμένον μετὰ τοῦ πάντες, ὁμ. ἅπασιν ἡμῖν... ἀντιληπτὸν Ἀριστοφ. Εἰρ. 484, πρβλ. Ὄρν. 1015, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 17.
French (Bailly abrégé)
adv.
unanimement.
Étymologie: ὁμόθυμος, -δον.
English (Strong)
adverb from a compound of the base of ὁμοῦ and θυμός; unanimously: with one accord (mind).
English (Thayer)
(from ὁμοθυμος, and this from ὁμός and θυμός; on adverbs in ὁμοθυμαδόν (chiefly derived from nouns, and designating form or structure) as γνωμηδον, ῤοιζηδόν, etc., cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. ii., p. 452), with one mind, of one accord (Vulg. unanimiter (etc.)): R G in Aristophanes, Xenophon, Demosthenes, Philo, Josephus, Herodian, the Sept. ἅπαντες (L T WH πάντες) (Aristophanes pax 484, and often in classical Greek), Acts 5:12 (cf. 2:1 above).
Greek Monolingual
(ΑΜ ὁμοθυμαδόν)
επίρρ.
1. με ομοψυχία, με ομοφροσύνη, με μια καρδιά («ἀπεκρίθη δὲ πᾱς ὁ λαὸς ὁμοθυμαδόν», ΠΔ)
2. μαζί με άλλους πολλούς
μσν.
κατά την ίδια χρονική στιγμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμόθυμος + επιρρμ. κατάλ. -αδόν (πρβλ. μον-αδόν)].
Greek Monotonic
ὁμοθῡμᾰδόν: επίρρ. (θυμός), ομοψύχως, ομοφώνως, σε Δημ.· κυρίως με το πάντες, σε Αριστοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοθῡμᾰδόν: adv. единодушно, (все) вместе Plat., Xen., Arph. etc.
Middle Liddell
θυμός
with one accord, Dem.; mostly joined with πάντες, Ar., Xen.
Chinese
原文音譯:ÐmoqumadÒn 何摩-替馬端
詞類次數:副詞(12)
原文字根:有如-感覺 相當於: (יַחַד / יַחְדָּו)
字義溯源:意見一致的,同心合意,同心,齊心,一心,共同;由(ὁμοῦ)=相同)與(θυμός)=熱情)組成;其中 (ὁμοῦ)出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的),而 (θυμός)出自(θύω / ἐπιθύω)*=急進)。除一次外,這字11次全使用在使徒行傳中,聖靈帶領使徒們同心合意的恒切禱告( 徒1:14);都同心的聚在一處( 徒2:1,欽定本加有同心];以後又同心合意的有交通( 徒2:46)。甚至當弟兄們有了事故,在耶路撒冷的使徒和長老們仍能同心定意( 徒15:25)
出現次數:總共(12);徒(11);羅(1)
譯字彙編:
1) 同心(5) 徒2:1; 徒2:46; 徒12:20; 徒15:25; 徒18:12;
2) 齊心(2) 徒7:57; 徒19:29;
3) 同心的(1) 徒8:6;
4) 一心(1) 羅15:6;
5) 同心合意地(1) 徒5:12;
6) 同心合意(1) 徒4:24;
7) 同心合意的(1) 徒1:14