έλκος
μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε → call no man happy until he dies, call no man happy till he dies, it ain't over till the fat lady sings, the opera ain't over till the fat lady sings, count no man happy until he is dead, it's not over till it's over, count no man blessed before his end
Greek Monolingual
το (AM ἕλκος)
πληγή, απώλεια ουσίας του δέρματος ή του βλεννογόνου που συνοδεύεται από αντίδραση του συνδετικού ιστού
μσν.- νεοελλ.
πύον
νεοελλ.
φρ.
1. «άτονο έλκος» — δυσίατο έλκος τών κάτω άκρων συνήθως, που προκαλείται από διαταραχές κυκλοφοριακής ή νευρικής αιτιολογίας
2. «έλκος γαστροδωδεκαδακτυλικό» — έλκος του στομάχου ή του δωδεκαδάκτυλου
3. «έλκος εκ κατακλίσεως» — πληγή σε σημεία επαφής του σώματος με το επίπεδο στήριξης σε τραυματίες και ασθενείς με παρατεταμένη κατάκλιση
4. «συφιλικό έλκος» ή «σκληρό έλκος» — μεταδοτικό έλκος που οφείλεται στην ωχρά σπειροχαίτη
5. «μαλακό έλκος» — μεταδοτικό έλκος που αναπτύσσεται συνήθως στον βλεννογόνο τών γεννητικών οργάνων
αρχ.
1. πληγή, τραύμα
2. πλήγμα, καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έλκος συνδέεται με λατ. ulcus «πηγή, έλκος» και με αρχ. ινδ. arśas «αιμορροΐδες», ενώ η δασύτητα της λέξεως οφείλεται πιθανόν σε παρετυμολογική επίδραση του ρήματος έλκω.
ΠΑΡ. αρχ. ελκαίνω, ελκήεις, ελκούμαι, ελκύδριον, ελκώδης].