δυσκραής
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ές, A intemperate, Opp.H.2.517.
German (Pape)
[Seite 683] ές, schlecht gemischt, d. i. nicht gemäßigt, ῥιπή Opp. H. 2, 517.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκρᾱής: -ές, = δύσκρατος, Ὀππ. Ἁλ. 2. 517.
Spanish (DGE)
(δυσκρᾱής) -ές destemplado, excesivo ῥιπή Opp.H.2.517.
Greek Monolingual
-ές (Α δυσκραής, -ές)
(για κλίμα) αυτός που δεν είναι ευκραής, δηλ. ο πολύ θερμός ή πολύ ψυχρός
νεοελλ.
(για άνθρ.) αυτός που έχει αδύναμη, κακή κράση.
Frisk Etymological English
See also: s. εὑκραής.
Frisk Etymology German
δυσκραής: {duskrāḗs}
Meaning: schlecht gemischt, ungemäßigt (ῥιπή, Opp. H. 2, 517).
Etymology : Gegensatz εὐκραής, s. d.
Page 1,426