λιπόγαμος

From LSJ
Revision as of 11:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπόγᾰμος Medium diacritics: λιπόγαμος Low diacritics: λιπόγαμος Capitals: ΛΙΠΟΓΑΜΟΣ
Transliteration A: lipógamos Transliteration B: lipogamos Transliteration C: lipogamos Beta Code: lipo/gamos

English (LSJ)

ον,    A having abandoned her marriage ties, ἡ λιπόγαμος the adulteress, of Helen, E.Or.1305 (lyr.); cf. λιπεσάνωρ.

German (Pape)

[Seite 51] die Ehe verlassend, Eur. Or. 1305.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόγᾰμος: -ον, ἡ καταλιποῦσα τοὺς δεσμοὺς τοῦ γάμου, ἡ λ., ἡ μοιχαλίς, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Εὐρ. Ὀρ. 1305· πρβλ. λιπεσήνωρ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui abandonne son époux.
Étymologie: λείπω, γάμος.

Greek Monolingual

λιπόγαμος, -ον (Α)
1. αυτός που εγκατέλειψε τους δεσμούς του γάμου, τη συζυγική κοίτη
2. το θηλ. ως ουσ. (για την Ελένη) ή λιπόγαμος
η μοιχαλίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -γάμος (< γάμος), πρβλ. πικρό-γαμος, φιλό-γαμος].

Greek Monotonic

λῐπόγᾰμος: -ον, αυτή που έχει εγκαταλείψει τους δεσμούς του γάμου, λέγεται για την Ελένη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

λῐπόγᾰμος: покидающий супруга, расторгающий брачные узы (sc. Ἑλένη Eur.).

Middle Liddell

λῐπό-γᾰμος, ον
having abandoned her marriage ties, of Helen, Eur.