παρευνάζομαι
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
A lie beside, δμῳῇσι Od.22.37, cf. Poll.5.41 :—later Act., Nonn.D.10.200, 25.17.
German (Pape)
[Seite 519] daneben im Bette liegen; δμωῇσιν, bei den Mägden schlafen, Od. 22, 37; κύνας παρευνασθέντας τοῖς θηρίοις, Poll. 5, 41.
Greek (Liddell-Scott)
παρευνάζομαι: εὐνάζομαι πλησίον, πλαγιάζω δίπλα, συγκοιμῶμαι, δμωῇσιν δὲ γυναιξὶ παρευνάζεσθαι βιαίως Ὀδ. Χ. 37, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 41. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παρευνάζων· παρακοιτάζων».
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Α
1. κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον
2. ενεργ. παρευνάζω
βάζω κάποιον να κοιμηθεί δίπλα σε κάποιον ή μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εὐνάζομαι «κοιμάμαι, ξαπλώνω»].
Greek Monotonic
παρευνάζομαι: Παθ., ξαπλώνω, πλαγιάζω, κοιμάμαι δίπλα σε άλλον, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
παρευνάζομαι: лежать или спать рядом (τινι Hom.).