προηγορία

From LSJ
Revision as of 18:45, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προηγορία Medium diacritics: προηγορία Low diacritics: προηγορία Capitals: ΠΡΟΗΓΟΡΙΑ
Transliteration A: proēgoría Transliteration B: proēgoria Transliteration C: proigoria Beta Code: prohgori/a

English (LSJ)

ἡ,    A speaking in behalf of others, Luc.Pisc. 22.

German (Pape)

[Seite 723] ἡ, das Sprechen für Andere, die Fürsprache, Vertheidigung, Luc. pisc. 22.

Greek (Liddell-Scott)

προηγορία: ἡ, τὸ ἀγορεύειν ὑπὲρ ἄλλων, Λουκ. Ἁλ. 22.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
plaidoyer pour autrui, défense de qqn.
Étymologie: προήγορος.

Greek Monolingual

ἡ, Α προήγορος
το να μιλά κανείς στο δικαστήριο υπέρ κάποιου άλλου, η υπεράσπιση, η συνηγορία.

Greek Monotonic

προηγορία: ἡ, ομιλία υπεράσπισης άλλων, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προηγορία -ας, ἡ [προήγορος] pleitbezorging:. τὴν προηγορίαν δέχου aanvaard de rol van pleiter Luc. 28.22.

Russian (Dvoretsky)

προηγορία: ἡ защитительная речь, тж. заступничество Luc.

Middle Liddell

προηγορία, ἡ,
a speaking in behalf of others, Luc.