πταρμός

From LSJ
Revision as of 21:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πταρμός Medium diacritics: πταρμός Low diacritics: πταρμός Capitals: ΠΤΑΡΜΟΣ
Transliteration A: ptarmós Transliteration B: ptarmos Transliteration C: ptarmos Beta Code: ptarmo/s

English (LSJ)

ὁ,    A sneezing, Hp.Aph.6.13 (pl.), Th.2.49, Pl. Smp.189a, Arist.Pr.961b9; πταρμόν τ' ὄρνιθα καλεῖτε Ar.Av.720, cf. Arist.HA492b6; as a bad omen, Polyaen.3.10.2.

German (Pape)

[Seite 807] ὁ, das Niesen; Hippocr.; Ar. Av. 720; τοιούτων ψόφων καὶ γαργαλισμῶν οἷον καὶ ὁ πταρμός ἐστι, Plat. Conv. 189 a.

Greek (Liddell-Scott)

πταρμός: ὁ, (πταίρω) «φταίρνισμα», Ἱππ. Ἀφ. 1259, Ἀριστοφ. Ὄρν. 720, Θουκ. 2. 49, Πλάτ. Συμπ. 189Α· ἴδε Ἀριστ. Προβλ. 33. 1 κἑξ.· ἴδε ἐν λ. πταίρω.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
éternuement.
Étymologie: πταίρω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και φταρμός Ν πτάρνυμαι
αιφνίδια σπασμωδική κίνηση τών εκπνευστικών μυών, χάρη στην οποία ο αέρας απομακρύνεται απότομα και βίαια από το αναπνευστικό σύστημα διά μέσου της μύτης και του στομάχου, κίνηση που αποτελεί αντανακλαστικό φαινόμενο, με συχνότερη αιτία τη διέγερση του βλεννογόνου τών ανώτερων αναπνευστικών οδών από ένα ξένο σώμα ή από ερεθιστικούς ατμούς, κν. φτέρνισμα και φτάρνισμα.

Greek Monotonic

πταρμός: ὁ (πταίρω), φτάρνισμα, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

πταρμός: ὁ чихание Thuc., Plat., Arph., Arst., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πταρμός -οῦ, ὁ [πτάρνυμαι] het niezen, genies.

Middle Liddell

πταρμός, οῦ, ὁ, πταίρω
a sneezing, Ar., Thuc., etc.