στεργάνος

From LSJ
Revision as of 23:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεργάνος Medium diacritics: στεργάνος Low diacritics: στεργάνος Capitals: ΣΤΕΡΓΑΝΟΣ
Transliteration A: stergános Transliteration B: sterganos Transliteration C: sterganos Beta Code: sterga/nos

English (LSJ)

ὁ,= κοπρών, Lat.    A sterquilinium, Hsch.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κοπρών».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει συνδεθεί με το λατ. stercus «κόπρος», προβλήματα ωστόσο γεννά η εναλλαγή άηχου και ηχηρού συμφώνου στον λατ. και ελλ. τ., αντίστοιχα. Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει επηρεαστεί στον σχηματισμό της από το θ. του ρ. στέργω (αντίφραση). Η σύνδεση, τέλος, του τ. με τη λ. τάργανον «ξίδι», είναι αμφίβολη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: κόπρων H. (in alphabet. incorrect position).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: After general assumption to Lat. stercus n. excrements etc., s. W.-Hofmann s. v. w. lit., also Benveniste Origines 9. On the accent Persson Beitr. 1, 456 w. n. 1 and (with improbable hypothesis on the stammformation) Schwyzer 520 β. Cf. τάργανον. -- The word has no etym.

Frisk Etymology German

στεργάνος: {stergános}
Meaning: κόπρων H. (an alphabet. unrichtiger Stelle).
Etymology : Nach allgemeiner Annahme zu lat. stercus n. Exkremente usw., s. W.-Hofmann s. v. m. Lit., auch Benveniste Origines 9. Zum Akzent Persson Beitr. 1, 456 m. A. 1 und (mit unwahrscheinlicher Hypothese über die Stammbilduug) Schwyzer 520 β. Vgl. τάργανον.
Page 2,790