ἀκαλήφη
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
( A ἀκαλύφη Thphr.HP7.7.2 codd.), ἡ, stinging-nettle, Dsc.4.93, etc.: metaph., ἀπὸ τῆς ὀργῆς τὴν ἀ. ἀφελέσθαι Ar.V.884, cf. Anon. ap. Chrysipp.Stoic.3.178. II sea-anemone, so called from its stinging properties, Eup.60, Pherecr.24, Ar.Lys.549 (cf. Sch.), Arist.HA531a31, 588b20, Plu.2.670d.
German (Pape)
[Seite 67] ἡ, 1) Nessel (οὐ καλὴν ἁφὴν ἔχουσα), Ar. Eq. 420; vgl. bei Ath. II, 62 e; komisch Ar. Vesp. 884 τῆς ὀργῆς τήν ἀκ. ἀφελέσθαι, die Brennessel des Zorns; Lys. 549 μητριδίων ἀκαληφῶν, von alten Frauen, Schol. δριμυτάτων. Vgl. κνίδη. – 2) eine Meerqualle (ascidia, Linn.), Arist. H. A. 4, 6; Athen. III, 90 b, wo Philippd. com. ὄστρει', ἀκαλήφας καὶ λεπάδας παρέθηκέ μοι vrbdt. Hieher läßt sich auch Ar. Lys. 549, wegen des dabeistehenden τήθεα, ziehen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰλήφη: ἡ, κνίδη, τσουκνίδα, Λατ. urtica, Ἀριστοφ. Λυσ. 549, κτλ.: μεταφ., ἀπὸ τῆς ὀργῆς τὴν ἀκ. ἀφελέσθαι, ὁ αὐτ. Σφῆκ. 884. ΙΙ. εἶδος θαλασσίου μαλακίου, τὸ ὁποῖον ἐν τῇ ἐπαφῇ προξενεῖ δριμὺν κνησμὸν ὡς ἡ κνίδη, urtica marina, ἐκ τοῦ εἴδους τῶν ἀκτινωτῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 6, 6., 8. 1, 7, καὶ ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 ortie, plante ; fig. piquant, aiguillon;
2 ortie de mer (ascidia L.), poisson.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Spanish (DGE)
(ἀκᾰλήφη) -ης, ἡ
• Alolema(s): ἀκαλύφη Thphr.HP 7.7.2.
• Prosodia: [ᾰ-]
1 bot. ortiga mayor, Urtica dioica L., Hp.Morb.3.15, Pherecr.29, Ar.V.884, Lys.549, Fr.572, Anon. en Chrysipp.Stoic.3.178, Eup.68, Dsc.4.93.
2 bot. ortiga menor, Urtica urens L., Dsc.4.93.
3 zool. anémona de mar, actinia Arist.HA 487b12, 531a31, Plu.2.670d, Alciphr.1.2.2.
• Etimología: Etim. desc.
Greek Monolingual
η (Α ἀκαλήφη και ἀκαλύφη), αγαλήπα, -η, (α)κάληφας, ο
1. η μέδουσα των Σκυμοζώων.
2. Βοτ. βλ. ακαλύφη
αρχ.
1. κνίδη, τσουκνίδα
«ποιοῡν κνισμὸν τοῑς συνάγουσι» (Αριστοτ. Ζώων Ιστ. 531 Α 31), «ἀκαλήφη ἀττικῶς, κνίδη ἐλληνικῶς» (Μοίρις)
2. μτφ. η σκληράδα, η τραχύτητα
«ἀπὸ τῆς ὀργῆς τὴν ἀκαλήφην ἀφελέσθαι» (Αριστοφ. Σφήκες, 884).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ., φανερή είναι μόνο η επίδραση (μορφολογική, σημασιολογική) λέξεων παραγώγων της ρίζας ἀκ- (πρβλ. λ.χ. ἄκανθα), ενώ η άποψη ότι πρόκειται για δάνειο σημιτικής προελεύσεως φαίνεται αναπόδεικτη. Βλ. και λήμμα ακ-].
Greek Monotonic
ἀκᾰλήφη: ἡ, τσουκνίδα, Λατ. urtῑca, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἀκαλήφη: ἡ
1) крапива Arph.;
2) зоол. акалефа, медуза Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: stinging-nettle, sea-anemone (Eup.),
Other forms: Thphr. HP 7, 7, 2 has ἀκαλύφη.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. There is no reason to suppose influence of ἄκανθα etc. Semitic etymology by Lewy Fremdwörter 50. For the bh-Suffix in names of trees and plants see SpechtUrsprung 267. Cf. Thompson Fishes s. v. The variation could point to a Pre-Greek word.
Middle Liddell
[Deriv. unknown.]
a nettle, Lat. urtica, Ar.
Frisk Etymology German
ἀκαλήφη: {akalḗphē}
Forms: bei Thphr. HP 7, 7, 2 ἀκαλύφη.
Meaning: ‘See-Anemone, Brennessel’ (alte Kom., Arist., Dsk. usw.),
Etymology : Vielleicht unter Einfluß von ἄκανθα und anderen Wörtern mit ἀκ- umgebildet; Ursprung sonst unbekannt. Semitische Etymologie bei Lewy Fremdwörter 50. Beispiele von bh-Suffix in Baum- und Pflanzennamen bei Specht Ursprung 267. Vgl. Thompson Fishes s. v. — Nicht überzeugend Grošelj Živa Ant. 2, 205.
Page 1,50