ἀνάπλεος

From LSJ
Revision as of 12:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν → we have not yet got to the bottom of misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπλεος Medium diacritics: ἀνάπλεος Low diacritics: ανάπλεος Capitals: ΑΝΑΠΛΕΟΣ
Transliteration A: anápleos Transliteration B: anapleos Transliteration C: anapleos Beta Code: a)na/pleos

English (LSJ)

α, ον, Att. masc. and neut. ἀνάπλεως, ων, but fem.    A ἀναπλέα Pl.Phd.83d:—pl., nom. masc. and fem. ἀνάπλεῳ Pl. Tht.196e, Eub.98.8, neut. ἀνάπλεα Arist. de An.423a27: acc. masc. ἀνάπλεως Pl.R.516e:—quite full of a thing, πτερῶν λέγουσι ἀνάπλεον εἶναι τὸν ἠέρα Hdt.4.31; ἀ. ψιμυθίου Ar.Ec.1072, cf. Eub. l.c.; σκότους ἀ. οἱ ὀφθαλμοί Pl.R.516e, etc.    II infected, τοῦ σώματος ἀναπλέα [ἡ ψυχή] with the body, Id.Phd.83d; αὐτὸ τὸ καλὸν μὴ ἀ. σαρκῶν Id.Smp.211e; ἀ. ἐσμεν τοῦ μὴ καθαρῶς διαλέγεσθαι Id.Tht.196e.

German (Pape)

[Seite 202] Sp. = ἀνάπλεως, Arist. de an. 2, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπλεος: -α, -ον, Ἀττ. ἀρσ. καὶ οὐδ. ἀνάπλεως, ων, ἀλλὰ θηλ. ἀναπλέα Πλάτ. Φαίδων 83D: - πληθ. ὀνομ. ἀρσ. καὶ θηλ. ἀνάπλεῳ Πλάτ. Θεαίτ. 196Ε, ἀνάπλεῳ ψιμυθίου Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπόλισιν» 1. 8· οὐδ’ ἀνάπλεα Ἀριστ. περὶ ψυχ. 2. 11, 6· αἰτ. ἀρσεν. ἀνάπλεως Πλάτ. Πολ. 516Ε· ἐντελῶς, καθ’ ὁλοκληρίαν, πλήρης πράγματός τινος, πτερῶν ... λέγουσι ἀνάπλεων εἶναι τὸν ἠέρα Ἡρόδ. 4. 31· ἀνάπλεως ψιμυθίου Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1072· σκότους ἀν. οἱ ὀφθαλμοὶ Πλάτ. Πολ. 516Ε, κτλ. ΙΙ. μεμολυσμένος (ἴδε ἀναπίμπλημι ΙΙ. 2), τοῦ σώματος ἀναπλέα [ἡ ψυχή], μεμολυσμένη ἐκ τοῦ σώματος, Πλάτ. Φαίδων 83D· αὐτὸ τὸ καλὸν .. μὴ ἀν. σαρκῶν ὁ αὐτ. Συμπ. 211Ε· ἐσμὲν ἀνάπλεῳ τοῦ μὴ καθαρῶς διαλέγεσθαι ὁ αὐτ. Θεαίτ. 196Ε.

French (Bailly abrégé)

c. ἀνάπλεως.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): át. ἀνάπλεως, -ων

• Morfología: [nom. plu. masc. y fem. ἀνάπλεῳ Pl.Tht.196e, Eub.98.8, neutr. ἀνάπλεα Arist.de An.423a27, ac. masc. plu. ἀνάπλεως Pl.R.516e]
c. gen.
1 lleno περὶ δὲ τῶν πτερῶν τῶν Σκύθαι λέγουσι ἀνάπλεον εἶναι τὸν ἠέρα Hdt.4.31, πίθηκος ἀνάπλεως ψιμυθίου Ar.Ec.1072, σκότους ἀνάπλεως ... τοὺς ὀφθαλμούς Pl.R.516e, χνοῦ ἀνάπλεων Arist.HA 605b15, cf. Eub.l.c., Arist.de An.423a27, Pr.925b17, Ael.NA 14.14.
2 fig. contaminado, infectado (ψυχὴ) τοῦ σώματος ἀναπλέα Pl.Phd.83d, αὐτὸ τὸ καλὸν ... μὴ ἀνάπλεων σαρκῶν Pl.Smp.211e, πάλαι ἐσμὲν ἀνάπλεῳ τοῦ μὴ καθαρῶς διαλέγεσθαι Pl.Tht.196e, cf. Plu.2.422d.

Greek Monolingual

-έα, -εον και αττικός ανάπλεως, -έα, -ων (Α ἀνάπλεος και ἀνάπλεως) πλέως
πλήρης, γεμάτος
αρχ.
μολυσμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- επιτ. + πλέως (ιων. πλέος < πίμπλημι) «πλήρης, γεμάτος»].

Greek Monotonic

ἀνάπλεος: -α, -ον, Αττ. αρσ. και ουδ. -πλεως, -ων, επίσης, θηλ. -πλέα· πληθ. ονομ. -πλέῳ, ουδ. -πλεα· αιτ. αρσ. -πλεως·
I. αρκετά πλήρης από κάτι, με γεν., σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. μολυσμένος με ή από κάτι· με γεν., σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάπλεος: adv. ион. = ἀνάπλεως.

Middle Liddell


I. quite full of a thing, c. gen., Hdt., Plat.
II. infected with or by a thing, c. gen., Plat.