ἀναλγησία
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
ἡ, A want of feeling, insensibility, Democr.193, D.18.35, Arist.EN1100b32, Ph.2.318.
German (Pape)
[Seite 195] ἡ, Unempfindlichkeit geg. den Schmerz. übh. Stumpfsinn, wie ἀναισθ ησία, Θηβαίων ἀν. καὶ βαρύτης Dem. 18, 35; Arist. Nicom. 1, 10; vgl. Luc. Nigr. 30; Plut. Poplic. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλγησία: ἡ, ἀναισθησία, νωθρία, ἀδιαφορία, Δημ. 237. 12, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 10, 12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
insensibilité.
Étymologie: ἀνάλγητος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I carencia de dolor, Ep.Lugd. en Eus.HE 5.1.19.
II 1insensibilidad, impasibilidad ante la desgracia, Arist.EN 1100b32, cf. EE 1220b38
•indolencia Archyt.Fr.Sp.8 (2, p.121)
•ante el dolor ajeno carencia de sentimientos, crueldad Ph.2.318, Plu.2.445a.
2 falta de sentido común, insensatez op. φρόνησις Democr.B 193, τῶν Θηβαίων D.18.35.
Greek Monolingual
η (Α ἀναλγησία) ἀνάλγητος
έλλειψη αισθήσεως των ψυχικών ή σωματικών πόνων, αναισθησία στον πόνο
νεοελλ.
1. ασπλαχνία, απονιά, απάθεια
αρχ.
αμβλύτητα πνεύματος, νωθρότητα.
Greek Monotonic
ἀναλγησία: ἡ, έλλειψη αισθήματος, αναισθησία, νωθρία, αδιαφορία, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλγησία: ἡ
1) бесчувственность, невосприимчивость Arst., Plut., Luc.;
2) тупоумие, ограниченность (ἀ. καὶ βαρύτης Dem.).
Middle Liddell
[from ἀνάλγητος
want of feeling, insensibility, Dem.