ὁμοεθνής

From LSJ
Revision as of 07:50, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοεθνής Medium diacritics: ὁμοεθνής Low diacritics: ομοεθνής Capitals: ΟΜΟΕΘΝΗΣ
Transliteration A: homoethnḗs Transliteration B: homoethnēs Transliteration C: omoethnis Beta Code: o(moeqnh/s

English (LSJ)

ές,    A of the same people or race, Hdt.1.91, Arist.Rh.1384a11, Plb.1.67.3 : less wide than ὁμόφυλος, Id.11.19.3.    2 generally, of the same kind, [ζῷα] Arist.EN1155a19 ; τροφὴ ὁ. Ael.NA13.3.

German (Pape)

[Seite 334] ές, von gleichem Volke seiend; Her. 1, 91; Pol. 30, 6, 7; οὐχ οἷον ὁμοεθνέσιν, ἀλλ' οὐδ' ὁμοφύλοις χρησάμενος στρατοπέδοις, 11, 19, 3; πρὸς ἄλληλα, Arist. eth. 8, 1; D. Sic. 1, 68; Luc. Alex. 51.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοεθνής: -ές, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἔθνους ἢ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς, Ἡρόδ. 1. 91, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 12· ἧττον εὐρὺ τοῦ ὁμόφυλος Πολύβ. 11. 19, 3. 2) καθόλου, ὁμοειδής, τοῦ αὐτοῦ εἴδους, πρὸς ἄλληλα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 1, 3· τροφὴ ὁμ. Αἰλ. π. Ζ. 13. 3.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 du même peuple ou de la même race;
2 de la même espèce.
Étymologie: ὁμός, ἔθνος.

Greek Monolingual

-ές (Α ὁμοεθνής, -ές)
αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην ίδια φυλή, ομογενής
αρχ.
(για ζώο) αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -εθνής (< ἔθνος), πρβλ. αλλο-εθνής].

Greek Monotonic

ὁμοεθνής: -ές (ἔθνος), αυτός που ανήκει στον ίδιο λαό, στο ίδιο έθνος ή στην ίδια φυλή, σε Ηρόδ., Αριστ.· γενικά, αυτός που ανήκει στο ίδιο είδος, ομοειδής, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοεθνής:
1) принадлежащий к тому же племени, соплеменный Her., Arst., Polyb., Plut.;
2) принадлежащий к одному роду или к одной породе (ζῷα Arst.).

Middle Liddell

ὁμο-εθνής, ές ἔθνος
of the same people or race, hdt., Arist.:—generally, of the same kind, Arist.