περιείλω

From LSJ
Revision as of 10:08, 11 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<form type="infl"><orth extent="full" lang="greek">" to "")

Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut

Menander, Monostichoi, 408
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιείλω Medium diacritics: περιείλω Low diacritics: περιείλω Capitals: ΠΕΡΙΕΙΛΩ
Transliteration A: perieílō Transliteration B: perieilō Transliteration C: perieilo Beta Code: periei/lw

English (LSJ)

περι-ειλέω, or περι-ίλλω, A wrap round, περὶ τοὺς πόδας σάκια περιειλεῖν (v.l. περιδεῖν, Cobet περιίλλειν) X.An.4.5.36 ; τῷ αὑτοῦ τραχήλῳ τι περιειλήσας Luc.Alex.15. 2 wrap up, swathe, τὸ βρέτας περιειλῆσαι πάντοθεν Ath.15.672d :—Med., swathe oneself, ῥακίοις περιειλάμενος (Phot., Suid., -ειλλόμενος or -ειλόμενος codd.) Ar.Ra. 1066 :—Pass., to be wrapped up, Ath.15.672e; to be coiled, of a snake's tail, Gal.14.265, cf. OGI56.63 (Egypt, iii B. C.) ; to be concentrated, τοῦ πυπώδους περιειληθέντος εἰς τὸ αὐτό Ach.Tat.Intr.Arat. 3. II build a vaulting, Arch.Anz. 19.8 (Milet.).

German (Pape)

[Seite 573] od. -είλλω, = περιειλέω, ῥακίοις περιειλλόμενος, Ar. Ran. 1064.

Greek (Liddell-Scott)

περιείλω: -ειλέω, ἢ -ίλλω, περιτυλίσσω, σακκία περὶ τοὺς πόδας περιειλεῖν (διάφ. γραφ. περιδεῖν, ὅθεν ὁ Cobet περιίλλειν) Ξεν. Ἀν. 4. 5, ἐν τέλ. τῷ αὑτοῦ τραχήλῳ τι περιειλήσας Λουκ. Ἀλεξ. 15· τὸ βρέτας περιειλῆσαι πάντοθεν Ἀθήν. 672D· - Μέσ., περιτυλίσσομαι, ῥακίοις περιειλάμενος (κατὰ διόρθωσιν ἐκ τοῦ Φωτ. καὶ Σουΐδ. ἀντὶ τῆς τῶν Ἀντιγράφων γραφῆς, -ειλλόμενος ἢ -ειλόμενος), Ἀριστοφ. Βάτρ. 1066. - Παθ., περιτυλίσσομαι, Ἀθήν. 672Ε· καλύμματι περιειλημένος Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 255Ε, πρβλ. Γαλην. 14. 265, κτλ.

French (Bailly abrégé)

c. περιειλέω.
Étymologie: περί, εἴλω.

Greek Monolingual

και περιειλῶ, -έω και περιίλλω Α
περιτυλίγω, περιδένω (α. «περὶ τοὺς πόδας τῶν ἵππων καὶ τῶν ὑποζυγίων σακία περιειλεῑν», Ξεν.)
β. «τῷ αὐτοῦ τραχήλῳ περιειλήσας καὶ τὴν οὐρὰν ἔξω ἀφείς», Λουκιαν.)
2. κατασκευάζω αψίδα, θόλο γύρω και πάνω από κάτι («συνέβη περιειληθῆναι τὸ βρέτας», Αθήν.)
3. μέσ. περιείλομαι και περιειλοῡμαι
(για την ουρά φιδιού) συσπειρώνομαι
4. μέσ. συγκεντρώνομαι («τοῦ πυρώδους περιειληθέντος εἰς τὸ αυτό»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + εἴλω / εἰλῶ / ἴλλω «συστρέφω, τυλίγω»].

Greek Monotonic

περιείλω: -ειλέω ή -ίλλω,
1. διπλώνω, περιτυλίγω, σάκια περὶ τοὺς πόδας, σε Ξεν.
2. τυλίγω, επιδένω — Μέσ., τυλίγομαι, περιειλάμενος (αόρ. αʹ μτχ.), σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιείλω en περιίλλω zie περιειλέω.

Middle Liddell

-ειλέω, -ίλλω
1. to fold or wrap round, σακκία περὶ τοὺς πόδας Xen.
2. to wrap up, swathe:—Mid. to swathe oneself, περιειλάμενος (aor1 part.), Ar.