συναπογράφομαι

From LSJ
Revision as of 10:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπογράφομαι Medium diacritics: συναπογράφομαι Low diacritics: συναπογράφομαι Capitals: ΣΥΝΑΠΟΓΡΑΦΟΜΑΙ
Transliteration A: synapográphomai Transliteration B: synapographomai Transliteration C: synapografomai Beta Code: sunapogra/fomai

English (LSJ)

[γρᾰ], Med., A enter one's name together with others, as a candidate, Plu.Aem.3. b register at the same time, τὴν γυναῖκα PGrenf. 2.49.9 (ii A.D.), etc.:—Pass., Sammelb.7440.35 (ii A.D.). 2 σ. τινί enter one's name with his, as a supporter, support him, be his follower, Posidon.36 J., cf. S.E.M.10.45, Ath.9.385c. II receive the impression of, τῶν οὐκ ἀστείων τὰ πταίσματα Porph.Chr.27; copy, represent exactly, πάντα Ptol.Geog.1.1.1:—later in Act., Eust.ad D.P. p.78.30 B.

German (Pape)

[Seite 1002] med., sich mit unterschreiben; Plut. Aem. Paull. 3; S. Emp. adv. phys. 2, 45; auch = sich Etwas mit abschreiben.

Greek (Liddell-Scott)

συναπογράφομαι: μέσ., ἐγγράφω τὸ ὄνομά μου μετ’ ἄλλων ὡς ὑποψήφιος καὶ ἐγώ, Πλουτ. Αἰμίλ. 3. 2) ὁμοίως, σ. τινι, ἐγγράφω τὸ ὄνομά μου μετὰ τοῦ ὀνόματος ἑτέρου τινὸς ὡς ὑποστηρίζων τὴν γνώμην του, ὑποστηρίζω τινά, εἶμαι ὀπαδός τινος, Ποσειδών. παρ’ Ἀθην. 214, 385C, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 45· ― οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. συναπογραπτέον, πρέπει τις νὰ ὑποστηρίζῃ, τοῖς ἀρίστοις Κικ. πρ. Ἀττ. 9. 4, 2. ΙΙ. ἀπογράφωἀντιγράφω ὁμοῦ, παριστάνω ἀκριβῶς, πάντα Πλωτ. 1. 1, 1· οὕτω τὸ ἐνεργ. παρ’ Εὐστ. εἰς Διον. Π. σ. 78. 30.

French (Bailly abrégé)

se faire inscrire avec, càd se mettre sur les rangs pour une candidature.
Étymologie: σύν, ἀπογράφω.

Greek Monolingual

ΜΑ
(μσν. μόνον το ενεργ
συναπογράφω) αντιγράφω, παριστάνω ακριβώς (α. «συναπογράφει καὶ τὰ βραχύτατα», Ευστ.
β. «συναπογραφομένη πάντα», Πτολ.)
αρχ.
1. εγγράφω το όνομά μου μαζί με άλλους ως υποψήφιος
2. καταγράφω επίσης σε κατάλογο («συναπογραψάμενος καὶ τὴν γυναῑκά μου», πάπ.)
3. εγγράφω το όνομά μου μαζί με το όνομα ενός άλλου ως υποστηρικτής του, είμαι οπαδός κάποιου
4. απογράφω ή αντιγράφω μαζί.

Greek Monotonic

συναπογράφομαι: Μέσ., εγγράφω το όνομά μου, καταγράφομαι μαζί με άλλους ως υποψήφιος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συναπογράφομαι: (ᾰφ)
1) вместе записываться (в качестве кандидата), выставлять и свою кандидатуру Plut.:
2) досл. ставить свою подпись, перен. присоединяться: συναπογράψαι τινί Sext. примкнуть к чьему-л. мнению.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναπογράφομαι [σύν, ἀπογράφομαι (ἀπογράφω)] zich ook inschrijven (als kandidaat voor een ambt).

Middle Liddell


Mid. to enter one's name together with others, as a candidate, Plut.