οἰκωφελία

From LSJ
Revision as of 16:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκωφελία Medium diacritics: οἰκωφελία Low diacritics: οικωφελία Capitals: ΟΙΚΩΦΕΛΙΑ
Transliteration A: oikōphelía Transliteration B: oikōphelia Transliteration C: oikofelia Beta Code: oi)kwfeli/a

English (LSJ)

Ep. οἰκωφελίη, ἡ (cf. A οἶκον ὀφέλλειν Od.15.21), increase of the household or estate, housekeeping, τοῖος ἔα ἐν πολέμῳ· ἔργον δέ μοι οὐ φίλον ἔσκεν οὐδ' οἰκωφελίη Od.14.223 ; γυναιξίν, νόος οἰκωφελίας αἷσιν ἐπάβολος Theoc.28.2, cf. Naumach. ap. Stob.4.23.7.

German (Pape)

[Seite 304] ἡ, Rutzen fürs Haus, Wirthlichkeit; Od. 14, 223, dem Kriegsleben entgeggstzt; die Sorge für das Haus, die dessen Wohlstand mehrt, Ggstz οἰκοφθορία, Naumach. bei Stob. Floril. 74, 7; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκωφελία: Ἰων. -ίη, ἡ, «κατὰ τοὺς παλαιοὺς ἡ οἰκουρία καὶ ἐπιμέλεια τοῦ οἴκου διὰ γεωργίας τυχὸν ἢ τοιούτου τινός, οὐ μὴν δι’ ἀποδημίας τῆς κατ’ ἐμπορίαν ἢ κατὰ πόλεμον» (Εὐστ.), τοῖος ἔα ἐν πολέμῳ· ἔργον δέ μοι οὐ φίλον ἔσκεν οὐδ’ οἰκωφελίη Ὀδ. Ξ. 223· πρβλ. Ναυμάχιον παρὰ Στοβ. 438. 6, καὶ Gladstone Hom. Stud. 3. 78 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bien ou profit pour une maison ; soin du ménage.
Étymologie: οἰκωφελής.

Greek Monolingual

οἰκωφελία και οἰκωφέλεια, επικ. τ. οἰκωφελίη, ἡ (Α) οικωφελής
οικονομία στο σπίτι, νοικοκυροσύνηδῶρον... γύναιξιν, νόος οἰκωφελίας αἶσιν ἐπάβολος», Θεόκρ.).

Greek Monotonic

οἰκωφελία: Ιων. -ίη, ἡ, κέρδος, όφελος για το σπίτι, νοικοκυροσύνη, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκωφελία: ион. οἰκωφελίη ἡ домашние заботы, домашнее хозяйство, домовитость Hom.

Middle Liddell

οἰκωφελία, ἡ, [from οἰκωφελής
profit to a house, housewifery, Od.