ἀγακλεής

From LSJ
Revision as of 12:32, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγακλεής Medium diacritics: ἀγακλεής Low diacritics: αγακλεής Capitals: ΑΓΑΚΛΕΗΣ
Transliteration A: agakleḗs Transliteration B: agakleēs Transliteration C: agakleis Beta Code: a)gakleh/s

English (LSJ)

ές, voc. A -κλεές Il.17.716, al.: Ep. gen. ἀγακλῆος Il.16.738, nom. pl. ἀγακληεῖς Man.3.324: shortened acc. sing. ἀγακλέᾰ Pi.P.9.106, I.1.34; dat. ἀγακλέϊ APl.5.377; acc. pl. ἀγακλέᾰς Antim. Eleg.2:—very glorious, famous, in Il. always of men, as 16.738, 23.529; later of places and things, ναός, Δᾶλος, B.15.12, Pi.Pae.4.12; παιάν ib.5.48.—Ep. and Lyr. word (not in Od.), exc. in Adv. ἀγακλεῶς, Hp.Praec.12.

German (Pape)

[Seite 7] ές (ἄγαν κλέος), sehr berühmt, Hom. stets von Menschen, nur in der Il., 16, 738 u. 23, 529 gen. ἀγακλῆος, 17, 716 u. 21, 373 voc. ἀγακλεές; – acc. -έᾰ κούραν Pind. P. s, 166; αἶσαν I. 1, 34; ἀγακλέας ὀργεῶνας Antimach. frg. 36; ἀγακλέϊ νίκῃ Athl. stat. 56 (Plan. 377); Maneth. ἀγακληεῖς, nom. pl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγακλεής: -ές, κλητ. - κλεές Ὅμηρ.: Ἐπικ. γεν. ἀγακλῆος Ἰλ. ΙΙ. 738, ὀνομ. πληθ. ἀγακληεῖς, Μανέθων 3. 324, (καὶ παρὰ συγγρ. λίαν μεταγ. ὡς ἐν Ἀπολλιναρίῳ ἑν. ὀνομ., ἀγακλήεις): ― βραχὺς τύπος τῆς ἑν. αἰτ. ἀγακλέᾰ, Πίνδ. Π. 9. 187., Ἴσθ. 1. 49. δοτ. ἀγακλέϊ, Ἀνθ. Πλαν. 377: πληθ. ἀγακλέᾰς, Ἀντιμάχ. ἀποσπ. 36, πρβλ. εὐκλεής. Λίαν ἔνδοξος, περίφημος, Λατ. inclytus, ἐν Ἰλ. ἀεὶ περὶ ἀνδρῶν, ὡς ἐν Π. 738., Ψ. 529. ἐν Πινδάρῳ, ἀγακλ. αἶα, κτλ. ― Ἐπικ. καὶ Λυρ. λέξις (μὴ ἀπαντῶσα ἐν Ὀδ.), ἐν πεζῷ λόγῳ μόνον ὡς ἐπίρρ. ἀγακλεῶς, Ἱππ. 28. 13.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très illustre.
Étymologie: ἄγαν, κλέος.

English (Autenrieth)

gen. ἀγακλῆος (κλέος): highly renowned.

English (Slater)

ᾰγακλεής
   1 far-famed Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν (P. 9.106) γαρύσομαι τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν ἀγακλέα τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν (I. 1.34) ]Δᾶλον ἀγακλέα[ (Pae. 4.12) παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ (Pae. 5.48)

Spanish (DGE)

-ές

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [plu. nom. ἀγακληεῖς Man.3.324, ac. ἀγακλέας Antim.78]
1 muy glorioso, ínclito de dioses o pers. Ἥφαιστε Il.21.379, Πρίαμοις Il.16.738, Μενέλαος Il.17.716, 23.529, κούρα Pi.P.9.106a, ἀγακλέας ὀργειῶνας Antim.l.c. (var. frente a ed. ἀβακλέας, pero v. Eleg.Alex.Adesp.Halic.11), Τελέσιλλα AP 9.26 (Antip.Thess.), βασιλεῖς Fun.Mon.1041.12 (II/III d.C.), Κάλλαισχρος IG 22.3709.4 (Eleusis III d.C.)
de lugares y abstr. ναός B.16.12, Δᾶλος Pi.Fr.52d.12, αἶσα Pi.I.1.34, παιάν Pi.Fr.52e.48, ὑπάρχων θῶκος IEphesos 1305.4 (V d.C.), νίκη AP 16.377.
2 adv. -έως gloriosamente οὐκ ἀ. ἐπιθυμέεις Hp.Praec.12.

Greek Monotonic

ἀγακλεής: -ές κλητ. -κλεές·Επικ. γεν. ἀγακλῆος, ονομ. πληθ. ἀγακληεῖς· βραχύς τύπος της αιτ. ενικ. ἀγακλέᾰ, δοτ. ἀγακλέϊ, πληθ. ἀγακλέᾰς· πρβλ. εὐκλεής (κλέος)· εξαιρετικά επιφανής, υπέρλαμπρος, λίαν ένδοξος, αγλαός, Λατ. inclytus, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγᾰκλεής: (ᾰγ) достославный, прославленный, знаменитый (Πρίαμος Her.; κούρα, αἶσα Pind.).

Middle Liddell

[cf. εὐκλεής κλέος
very glorious, famous, Lat. inclytus, Il., Pind.