υποτύπωση

From LSJ
Revision as of 12:44, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source

Greek Monolingual

η / ὑποτύπωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[ὑποτυπῶ/ -ώνω]]
παρουσίαση σε σχέδιο, σε γενικές γραμμές, σχεδιάγραμμα
νεοελλ.
1. (τοπογρ.) η απεικόνιση του εδάφους, με τα οριζόντια και κατακόρυφα χαρακτηριστικά του, υπό κλίμακα, συνήθως, 1:20.000 ή 1:50.000, η οποία διακρίνεται σε κανονική ή τακτική, που γίνεται με μέσα ακριβείας και τυπικούς υπολογισμούς, και σε πρόχειρη ή ταχεία, που γίνεται με απλά μέσα και προσεγγιστικούς υπολογισμούς
2. εκκλ. μία από τις ονομασίες τών τυπικών τών μοναστηριών και άλλων εκκλησιαστικών ιδρυμάτων
μσν.-αρχ.
1. μορφή, σχήμα («ταῡτα ὑποτύπωσιν χριστιανῶν περιέχει πολιτείας», Κλήμ. Αλ.)
2. γνωρίσματα, χαρακτηριστικά («αἱ τῶν εὐαγγελικῶν πολιτευμάτων ὑποτυπώσεις», Βασ.)
3. υπόδειγμα, παράδειγμα («ὡς καὶ ἑτέροις ὑποτύπωσιν εἶναι πολιτείας ἀγγελικῆς», Κύριλλ.)
4. εικόνα, παράσταση («πνευματικῶς οὖν τῶν νοητών ὑποτύπωσιν ποιούμενοι τὰ σωματικά», Ωριγ.)
5. παράσταση, σύμβολο («ποθεῑ δὲ ὁ πιστὸς καὶ τὴν ὅλην ὑποτύπωσιν κατανοῆσαι, πῶς ἔχει πρὸς τὴν ἀλήθειαν», Ιωάνν. Χρυσ.)
6. απόφθεγμα
7. (ρητ.) σχήμα κατά το οποίο παρουσιάζεται ζωηρά κάτι με λίγες λέξεις
8. μτφ. απόδοση σε γενικές γραμμές, σχεδιάγραμμα («οὐ γὰρ ἐστιν ὅροςὑποτύπωσις, ἀλλὰ διαζωγράφησις τῆς τῶν πραγμάτων φύσεως», Ιωάνν. Χρυσ.)
9. στον πληθ. αἱ ὑποτυπώσεις
(φιλοσ.) κύρια σημεία, περίληψη τών χαρακτηριστικών σημείων.