ηλίβατος

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

ἠλίβατος και δωρ. ἀλίβατος, -ον (Α)
1. (στον Όμ. πάντα για απότομους βράχους) ψηλός, απότομος, απόκρημνος, ανηφορικός
2. (για δέντρα, καθώς και για τον θρόνο του Διός στην Ολυμπία) ψηλός, μεγάλος (τῶν ἠλιβάτων θρόνων ἄρχοντα», Αριστοφ.)
3. (για τη φωτιά) αυτός που ανεβαίνει ψηλά
4. (για σπηλιές, κρυψώνες κ.λπ.) βαθύς
5. μτφ. μεγάλοςἠλίβατος εὐήθεια», Πορφ.)
6. μτφ. τεράστιος, υπέρμετρος, υπέρογκος («κύματος ἠλιβάτου», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, < ηλιτό-βατος «άβατος, δύσβατος» με συλλαβική ανομοίωση. Το α΄ συνθετικό συνδέεται στην περίπτωση αυτή με τη ρίζα αλιτ- (βλ. λ. αλείτης), το δε αρχικό η- οφείλεται σε μετρική έκταση, άποψη που ενισχύεται από την ύπαρξη του επιθ. ηλιτό-μηνος. Η διάκριση β΄ συνθετικού (< βαίνω) θεωρήθηκε από πολλούς λαϊκή παρετυμολογική σύνδεση τών αρχαίων και αμφισβητήθηκε, ενισχύεται όμως από την ύπαρξη του επιθ. ηλι-βάτας (τράγος) «(τράγος) που συχνάζει σε απόκρημνα μέρη». Κατ' άλλη άποψη, η λ. προέρχεται από θ. λιβ- με προθεματικό φωνήεν και κατάλ. -ατος (πρβλ. μέσ(σ)-ατος, τρίτ-ατος). Στην περίπτωση αυτή το θ. συνδέεται με το β' συνθετικό του αιγίλιψ«απόκρημνος» και της γλώσσας του Ησυχίου ά-λιψ «εκεί που δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις»].