ἀσβόλη

From LSJ
Revision as of 23:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσβόλη Medium diacritics: ἀσβόλη Low diacritics: ασβόλη Capitals: ΑΣΒΟΛΗ
Transliteration A: asbólē Transliteration B: asbolē Transliteration C: asvoli Beta Code: a)sbo/lh

English (LSJ)

ἡ, A = ἄσβολος, Semon.7.61, Dsc.5.161, Gal.8.378.

German (Pape)

[Seite 369] ἡ, Ruß, unattisch, Lob. zu Phryn. p. 113.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσβόλη: ἡ, = ἄσβολος, Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 61.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
suie, noir de fumée.
Étymologie: DELG ? -- Babiniotis cf. skr. asah « cendre », lat. ardere, angl. ash.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
hollín Semon.7.61, LXX La.4.8, Dsc.5.161, Arr.Epict.3.16.3, Gal.8.378, Moer.9, Phryn.82, Lollian.B 1ue.28, Aesop.29.3.

Greek Monolingual

η (AM ἀσβόλη, η
Α και ἄσβολος, η, ο)
η καπνιά, η μαύρη σκόνη που κάθεται πάνω στους τοίχους από καπνό φωτιάς
νεοελλ.
η συμφορά, η δυστυχία
μσν.
το μαύρισμα, το μουτζούρωμα με καπνιά
αρχ.
η ψιλή σκόνη από τα κάρβουνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τύποι αβέβαιης ετυμολογίας, για την ερμηνεία των οποίων έχουν διατυπωθεί διάφορες υποθέσεις. Το αρχικό μόρφημα της λ. (ασ-) δυνατόν σε ΙΕ. ρίζα as- «καίω, φλέγομαι ξηραίνω» (πρβλ. λατ. ara «βωμός», āreō «είμαι ξηρός», αρχ. ινδ. āsa- «στάχτη») ή σε ρίζα azd- (< as-) (πρβλ. άζω Ι) ή τέλος σε ρίζα azg- (< as-) (πρβλ. αρμ. ačiwn «στάχτη», αρχ. άνω γερμ. asca, γερμ. Asche «στάχτη»). Δυσχέρειες παρουσιάζει εξάλλου η μορφολογική ανάλυση του άσβολος (συνηθέστερου αττ. τ. του ασβόλη), και συγκεκριμένα του β' συνθετικού -βολος, η προφανής συγγένεια του οποίου με το βάλλω δυνατόν να είναι τυχαία ή να οφείλεται σε παρετυμολογία.
ΠΑΡ. ασβολώνω (AM -ώ, -όω), ασβολώδης
μσν.- νεοελλ.
ασβολερός.
ΣΥΝΘ. μσν. ασβολοποιός].