συμπαρίστημι

From LSJ
Revision as of 09:48, 26 December 2021 by Spiros (talk | contribs)

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπαρίστημι Medium diacritics: συμπαρίστημι Low diacritics: συμπαρίστημι Capitals: ΣΥΜΠΑΡΙΣΤΗΜΙ
Transliteration A: symparístēmi Transliteration B: symparistēmi Transliteration C: symparistimi Beta Code: sumpari/sthmi

English (LSJ)

A place by one's side together, τᾷ μὲν (sc. Εὐάδνᾳ) . . Ἐλευθὼ συμπαρέστασέν τε Μοίρας f.l. in Pi.O.6.42; express at the same time, A.D.Synt.235.11, al.:—Med., set by one's side, τὴν φιλοσοφίαν Them.Or.7.99d, cf. Or.34p.450Dind.
II Pass., with fut. Med., aor. and pf. Act., stand beside so as to assist, τἠμῇ φρενί S.OC1340, cf. LXX Ps.93(94).16, CIG2056.8 (Varna), PSI4.392.13 (iii B.C.), etc.; ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ Men.550; 2pl. aor. 2 imper. συμπαράστατε Sammelb.7452.6 (perhaps iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 985] (s. ἵστημι), mit danebenstellen, hinantreten lassen, συμπαρέστασεν αὐτῇ Μοίρας Pind. Ol. 6, 42. – Med. u. intr. temp. mit dabeistehen, helfen, εἰ σὺ τἠμῇ ξυμπαραστήσει φρενί Soph. O. C. 1342.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρίστημι: θέτω πλησίον τινὸς ὁμοῦ, τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμος πραΰμητίν τ’ Ἐλευθὼ συμπαρέστησέν τε Μοίρας, «τῇ μὲν (δηλ. τῇ Εὐάδνῃ ἐποκυούσῃ) παρέστησεν ὁ Χρυσοκόμης Ἀπόλλων τὴν Εἰλείθυιαν, κεχαρισμένα φρονοῦσαν, καὶ τὰς Μοίρας» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 6. 72· παριστῶ, ἐκφέρω ὁμοῦ, Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 234. ΙΙ. Παθ., μετ’ ἀορ. καὶ πρκμ. ἐνεργ., ἵσταμαι πλησίον καὶ βοηθῶ, τινι Σοφ. Ο. Κ. 1340, Συλλ. Ἐπιγρ. 2056. 8· ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 18.

French (Bailly abrégé)

intr. aux temps suiv. : ao.2, pf., pqp. et Moy.
se présenter avec ; assister, secourir, τινι.
Étymologie: σύν, παρίστημι.

Spanish

asistir, prestar ayuda

Greek Monotonic

συμπαρίστημι:I. τοποθετώ στο πλάι κάποιου μαζί με ή επίσης, σε Πίνδ.
II. Παθ. με Ενεργ. αόρ. βʹ και παρακ., στέκομαι στο πλάι, βοηθώ, τινι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρίστημι: (дор. 3 л. sing. aor. 1 συμπαρέστᾱσεν) ставить вместе, помещать рядом (τινά τινι Pind.): εἰ σὺ τἠμῇ ξυμπαραστήσῃ φρενί Soph. если бы ты склонился к моему намерению.

Middle Liddell


I. to place beside one also, Pind.
II. Pass., c. aor2 et perf. act., to stand beside, assist, τινι Soph.