δείπνο

From LSJ
Revision as of 08:36, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο)
1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει»
«ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον»
«χωρεῖν ἐπὶ δεῑπνον»)
2. η ώρα του βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το δείπνο» β. «ἀπὸ δείπνου» — αμέσως μετά το βραδινό φαγητό)
3. φρ. «ὁ Μυστικὸς Δεῑπνος»
α) το τελευταίο δείπνο του Ιησού με τους μαθητές του προ του Πάθους
β) το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
αρχ.
1. (στα Ομηρικά έπη) το κύριο φαγητό της ημέρας, άλλοτε μεσημεριανό, άλλοτε βραδινό
2. (στους Αττικούς συγγραφείς) απογευματινό ή βραδινό φαγητό
3. τροφή ή ζωοτροφή («ἵπποισι δεῑπνον δότε», «ὄρνισι δεῑπνον»)
4. φρ. «δεῑπνα Θυέστου», «Θυέστεια δεῑπνα» — το μυθικό δείπνο κατά το οποίο ο Θυέστης έφαγε εν αγνοία του κομμάτια από τις σάρκες τών παιδιών του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για δάνεια λ. μεσογειακής προελεύσεως (πρβλ. δαις, δαίτη), ενώ φαίνεται πιθανή η ετυμολογική σύνδεσή της με τη λ. δαπάνη (πρβλ. λατ. daps). Το δείπνον είναι στον Όμηρο το γεύμα που παρατίθεται στους αρχηγούς σε διάφορες ώρες (πρβλ. Ι, 578, όπου με τη λ. δείπνον χαρακτηρίζεται το 3ο κατά σειράν γεύμα του Οδυσσέα μέσα στην ίδια νύχτα). Στην Αττική ως δείπνον θεωρείται το βραδινό φαγητό. Τέλος, στον Ησύχιο αναφέρεται η διαφορά ανάμεσα στο δείπνον, άριστον (το πρωινό γεύμα) και δόρπον (το απογευματινό φαγητό).
ΠΑΡ. δειπνίζω
αρχ.
δειπνάριον, δειπνεύς, δειπνίον, δειπνίτις, δειπνοσύνη.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) δειπνοθήρας
αρχ.
δείπνηστος, δειπνοκλήτωρ, δειπνολόγος, δειπνολόχος, δειπνομανής, δειπνοπίθηκος, δειπνοποιός, δειπνοσοφιστής, δειπνοφόρος
μσν.
δειπνογάμιο, δειπνοκλητόριο
νεοελλ.
δειπνογράφος
(Β' συνθετικό -δείπνον) αρχ. αριστόδειπνον, επίδειπνον, κατάδειπνον, λογόδειπνον, περίδειπνον, σύνδειπνον, ψευδόδειπνον
νεοελλ.
απόδειπνον, νεκρόδειπνον, πρόδειπνον
(Β' συνθετικό, -δειπνος) άδειπνος, ομόδειπνος, σύνδειπνος
αρχ.
αντίδειπνος, απόδειπνος, αυτόδειπνος, δωρόδειπνος, επιθυμόδειπνος, εύδειπνος, ηδύδειπνος, θυμβρεπίδειπνος, κωλυσίδειπνος, πυρίδειπνος, σκοτόδειπνος, τρεχέδειπνος, φερέδειπνος, φιλόδειπνος.