ἀμόρφωτος

From LSJ
Revision as of 17:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμόρφωτος Medium diacritics: ἀμόρφωτος Low diacritics: αμόρφωτος Capitals: ΑΜΟΡΦΩΤΟΣ
Transliteration A: amórphōtos Transliteration B: amorphōtos Transliteration C: amorfotos Beta Code: a)mo/rfwtos

English (LSJ)

ον, A not formed, unwrought, S.Fr.249; without form, θεός Procl. in R. 1.40 K.; ἀ. καὶ ἀσχημάτιστος ὕλα Ti. Locr.94a, cf. Plot.6.7.3; unfigured, of stars in no constellation, Ptol. Alm.7.5. Adv. ἀμορφώτως Procl. in Prm.p.780 S.

German (Pape)

[Seite 128] nicht gestaltet, ὕλη Tim. Locr. 94 a; Soph. frg. 243.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόρφωτος: -ον, (μορφόω) ὁ μὴ λαβὼν μορφὴν ἢ σχῆμα, ἀδιατύπωτος, Σοφ. Ἀποσπ. 243· ἀμ. καὶ ἀσχημάτιστος Τίμ. Λοκρ. 94Α.

Spanish (DGE)

-ον
I 1carente de forma, no conformado S.Fr.249, ὅταν μὲν θείας ἐπιφανείας ἀναγράφωσιν, ἀ. αὐτὰς καὶ ἀσχηματίστους πειρῶνται φυλάττειν Procl.in R.1.114.3, θεός Procl.in R.1.40.1, cf. Sm.Ps.138.16, ὕλη Plot.6.7.3, χαλκός Them.in Ph.25.13.
2 que no figura, no configurado en una constelación de estrellas, Ptol.Alm.7.5.
II adv. -ως sin forma δόξα δὲ λογικῶς μὲν αὐτῶν ἀντιλαμβάνεται καὶ ἀμορφώτως Procl.in Prm.994.39, cf. in R.2.243.24.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμόρφωτος, -ον) νεοελλ.
1. αυτός που δεν μορφώθηκε, απαίδευτος, αγράμματος, αμαθής,
2. αυτός που δεν δείχνει ούτε τη στοιχειώδη ευγένεια, αγενής, άξεστος
αρχ.
αυτός που δεν έλαβε μορφή, σχήμα, ασχημάτιστος αδιαμόρφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο ἀμόρφωτος < ἄμορφος, ενώ το νεοελλ. αμόρφωτος < α- στερ. + μορφώνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμορφωσιά].

Russian (Dvoretsky)

ἀμόρφωτος: неоформленный, бесформенный (ὕλη Plat.).