συνεισέρχομαι
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
A enter along with or together, σοὶ δόμους E.Hel.327; ἐς οἴκους τινί ib.1083; ἐς τὸ τεῖχος Th.4.57; οἴκαδε And.4.17; εἰς τὴν οἰκίαν Mitteis Chr.91 ii 26 (ii A.D., prob.); of things, S.E.P.1.10, Gal.UP8.7, Lib.Or.64.12, etc.
German (Pape)
[Seite 1011] (s. ἔρχομαι), mit, zusammen hineingehen; θέλω κἀγώ σοι συνεισελθεῖν δόμους, Eur. Hel. 334; εἰς τὸ τεῖχος, Thuc. 4, 57; Xen. An. 4, 5, 10; Andoc. 4, 17; Sp., wie Luc. Nigr. 16.
Greek (Liddell-Scott)
συνεισέρχομαι: ἀποθ., εἰσέρχομαι μετά τινος ἢ ὁμοῦ, θέλω δὲ κἀγὼ σοὶ συνεισελθεῖν δόμους Εὐρ. Ἑλ. 327· ἐς οἴκους σοὶ συνεισελθεῖν αὐτόθι 1083· ξυνεισελθεῖν ἐς τὸ τεῖχος οὐκ ἠθέλησαν Θουκυδ. 4. 57· οἴκαδε Ἀνδοκ. 31. 15· ― ἐπὶ πραγμάτων, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 10, κτλ.
French (Bailly abrégé)
entrer ensemble dans, acc..
Étymologie: σύν, εἰσέρχομαι.
English (Strong)
from σύν and εἰσέρχομαι; to enter in company with: go in with, go with into.
English (Thayer)
2nd aorist συνεισηλθον; to enter together: τίνι, with one — followed by an accusative of the place, Euripides, Thucydides, Xenophon, others; the Sept..)
Greek Monolingual
Α εἰσέρχομαι
εισέρχομαι μαζί με κάποιον.
Greek Monotonic
συνεισέρχομαι: αποθ., εισέρχομαι, μπαίνω με κάποιον ή μαζί, δόμους, σε Ευρ.· ἐς οἴκους, στον ίδ. κ.λπ.· το συνείσομαι χρησιμοποιείται ως μέλ. του σύνοιδα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-εισέρχομαι, Att. ook ξυνεισέρχομαι samen (met...) naar binnen gaan; met εἰς + acc. in; met dat. met iem.
Russian (Dvoretsky)
συνεισέρχομαι: вместе или одновременно входить (δόμους Eur.; εἰς τεῖχος Thuc., Plut.).
Middle Liddell
Dep. to enter along with or together, δόμους Eur.; ἐς οἴκους Eur., etc.
Chinese
原文音譯:suneisšrcomai 尋-誒士-誒而何買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-進入-來 相當於: (יׄוצֵאת / יָצָא / צֵא)
字義溯源:同著進來,同著進入,同⋯進,同;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(εἰσέρχομαι)=進來)組成,而 (εἰσέρχομαι)又由(εἰς)*=到,進入)與(ἔρχομαι)*=來)組成
出現次數:總共(2);約(2)
譯字彙編:
1) 他⋯進(1) 約18:15;
2) 同(1) 約6:22