παρακινητικός

From LSJ
Revision as of 11:35, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακῑνητικός Medium diacritics: παρακινητικός Low diacritics: παρακινητικός Capitals: ΠΑΡΑΚΙΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parakinētikós Transliteration B: parakinētikos Transliteration C: parakinitikos Beta Code: parakinhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A stimulating, τῆς τοῦ σώματος εὐεξίας Hierocl.in CA16p.456M.; πρὸς ἔρωτα Sch. Theoc. 11.40 : abs., v.l. in Ph.2.477. 2 deranged, Plu.Fr.3. Adv. -κῶς, ἔχειν show symptoms of madness, Id.Sol.8.

German (Pape)

[Seite 483] ή, όν, zum Verrenken oder Verrücken gehörig, Sp. – Bes. verrückt, wahnsinnig; παρακινητικῶς ἔχειν, sich zum Wahnsinn hinneigen, Spuren von Wahnsinn zeigen, Plut. Sol. 8.

Greek (Liddell-Scott)

παρακινητικός: -ή, -όν, διεγερτικός, ἐρεθιστικὸς πρός τι, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 40. 2) παράφορος, παράφρων, Πλούτ. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 563D· π. τι καὶ μανιῶδες Φίλων 2. 477. - Ἐπίρρ., παρακινητικῶς ἔχειν, δεικνύειν σημεῖα παραφροσύνης, Πλουτ. Σόλων 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a l’esprit dérangé.
Étymologie: παρακινέω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παρακινητικός, -ή, -όν, ΝΑ παρακινώ
αυτός που διεγείρει, ερεθίζει ή προτρέπει σε κάτι, διεγερτικός, ερεθιστικός
αρχ.
παράφρονας, τρελός, παράφορος.
επίρρ...
παρακινητικώς και -ά / παρακινητικῶς, ΝΑ
νεοελλ.
με παρακινητικό, προτρεπτικό τρόπο
αρχ.
(συν. στη φρ.) «παρακινητικῶς ἔχω» — παρουσιάζω συμπτώματα μανίας, παραφροσύνης.

Greek Monotonic

παρακῑνητικός: -ή, -όν, παρορμητικός, διεγερτικός· επίρρ., παρακινητικῶς ἔχειν, δείχνω συμπτώματα παραφροσύνης, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρακινητικός -ή -όν [παρακινέω] buiten zinnen:. παρακινητικῶς ἔχειν gek geworden zijn Plut. Sol. 8.1.

Russian (Dvoretsky)

παρακῑνητικός: помешанный, не в своем уме Plut.

Middle Liddell

παρακῑνητικός, ή, όν [from παρακῑνέω]
inclined to insanity: adv., παρακινητικῶς ἔχειν to show symptoms of insanity, Plut.