ἐρωτύλος

From LSJ
Revision as of 20:15, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρωτύλος Medium diacritics: ἐρωτύλος Low diacritics: ερωτύλος Capitals: ΕΡΩΤΥΛΟΣ
Transliteration A: erōtýlos Transliteration B: erōtylos Transliteration C: erotylos Beta Code: e)rwtu/los

English (LSJ)

ὁ, Dor. word, A a darling, sweetheart, Theoc.3.7. II as adjective, ἐρωτύλα ἀείδειν sing love-songs, BionFr.7.10, cf. 13 : dub. as epithet of Ἔρος, PMag.Lond.121.471 (-τυλλ- Pap.). III name of a very small star, AP9.614 (Leont.). IV name of a gem, Ps. -Democr. ap. Plin.HN37.160.

German (Pape)

[Seite 1041] ὁ, eigtl. dim. von ἔρως, kleiner Liebesgott, wie man es auch Theocr. 3, 7 nehmen kann, oder Geliebter; ἐρωτύλα ἀείδειν, Liebeslieder singen, Bion. 3, 10. 13. – Bei Leont. schol. 15 (IX, 614) dunkel, μεγάλην παρ' ἅμαξαν ἐρωτύλος ἡδὺ φαείνει, geht wohl auf eine kleine Statue des Eros.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρωτύλος: ὁ, Δωρ. λέξις, ἀγαπητός, ἐράσμιος, Θεόκρ. 3. 7. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐρωτύλα ἀείδειν, ᾄδω ᾄσματα ἐρωτικά, Βίων 3. 10, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne l’amour.
Étymologie: ἔρως.

Greek Monolingual

ο (Α ἐρωτύλος)
νεοελλ.
αυτός που ερωτεύεται εύκολα και επιπόλαια ο επιρρεπής στον έρωτα
αρχ.
1. ποθητός, αγαπημένος, ερωτικός
2. φρ. «ἐρωτύλα ἀείδειν» — τραγουδώ ερωτικά τραγούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + επίθημα -υλ(λ)ος, το οποίο έχει υποκοριστική σημ. (πρβλ. αρκτύλος, έρπυλλος κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἐρωτύλος: [ῠ], ὁ,
I. Δωρ. λέξη, αγαπημένος, αγαπητός, σε Θεόκρ.
II. ως επίθ., ἐρωτύλα ἀείδειν, τραγουδώ ερωτοτράγουδα, σε Βίωνα.

Russian (Dvoretsky)

ἐρωτύλος:
1) любимый, возлюбленный Theocr.;
2) божок любви Anth.

Middle Liddell

ἐρωτῠ́λος, ὁ,
I. doric word, a darling, sweetheart, Theocr.
II. as adj., ἐρωτύλα ἀείδειν to sing love-songs, Bion.