ἀντανίστημι
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
A set up against or in rivalry, λόγον Plu.2.40e; τρόπαιον D.C.42.48; τίτινι Plu.2.348d. II Pass., with aor. 2 Act., rise up against, τινὶ ἐς χεῖρας S Tr.441, cf. Plu.Sull.7; rise one against another, Id.2.723b.
German (Pape)
[Seite 244] (s. ἵστημι), dagegen aufstellen, Plut. de aud. 5; – med. u. intrans. tempp., dagegen aufstehen, Widerstand leisten, Soph. Tr. 441; Plut. öfter, z. B. Alex. 51.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντανίστημι: παρουσιάζω τι ὡς ἐφάμιλλον πρὸς ἄλλο ἢ καὶ ὑπέρτερον αὐτοῦ, «τὸ μὲν γὰρ ἀντειπεῖν οὐ χαλεπόν, ἀλλὰ καὶ πάνυ ῥᾴδιον εἰρημένῳ λόγῳ˙ τὸ δὲ ἕτερον ἀνταναστῆσαι βελτίονα παντάπασιν ἐργῶδες» Πλούτ. 40Ε, «ἄξιον τῷ στρατηγίῳ τὸ θέατρον ἀνταναστῆσαι» 348D˙ ἀνεγείρω καὶ ἐγώ, «τρόπαιον ἀντανέστησε» Δίων Κ. 42. 48. ΙΙ. Παθ. μ. ἐνεργ. ἀορ. β΄ ἐγείρομαι ἐναντίον τινός, ἔρωτι μέν νυν ὅστις ἀντανίσταται Σοφ. Τρ. 441, πρβλ. Πλουτ. Σύλλ. 7˙ ἐγείρεσθαι κατ’ ἀλλήλων, ὁ αὐτός 2. 723Β.
French (Bailly abrégé)
I. tr. lever en retour ou lever contre;
II. intr. (ao.2 et Moy.);
1 résister à, τινι;
2 lutter l’un contre l’autre.
Étymologie: ἀντί, ἀνίστημι.
Spanish (DGE)
I intr.
1 c. dat. de pers. oponerse a, levantarse contra ἔρωτι μὲν γοῦν ὅστις ἀντανίσταται πύκτης ὅπως ἐς χεῖρας οὐ καλῶς φρονεῖ S.Tr.441, ἀντανίστατο δ' αὐτῷ Μάριος ὑπὸ δοξομανίας καὶ φιλοτιμίας Plu.Sull.7
•levantarse uno contra otro Plu.2.723b.
2 surgir en lugar de otro καὶ ἄλλοι ἀντανέστησαν ἀντ' αὐτῶν LXX Ba.3.19.
II tr. poner, elevar a su vez τρόπαιον D.C.42.48.2
•fig. elevar a igual altura τῷ στρατηγίῳ τὸ θέατρον ἀνταναστῆσαι Plu.2.348d, μεγάλα ὕψη ἀντανέστησαν Polyaen.3.10.15
•τὸ δ' ἕτερον (λόγον) ἀνταναστῆσαι el hacer otro discurso en respuesta Plu.2.40e.
Greek Monolingual
ἀντανίστημι (Α)
1. παρουσιάζω κάτι ως εφάμιλλο με κάτι άλλο ή ανώτερο από αυτό
2. ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου.
Greek Monotonic
ἀντανίστημι: μέλ. -στήσω,
I. αντιστέκομαι απέναντι σε, τί τινι, σε Πλούτ.
II. Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ ξεσηκώνομαι εναντίον κάποιου, τινι, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντανίστημι:
1) противопоставлять (τί τινι Plut.);
2) med. восставать, выступать против, оказывать сопротивление (τινι Plut. и τινι ἐς χεῖρας Soph.): ἀνταναστῆσαι ἀγῶνι Plut. вступить в борьбу друг с другом.
Middle Liddell
I. to set up against, τί τινι Plut.
II. Pass., with aor2 act., to rise up against, τινι Soph.