παράχωμα

From LSJ
Revision as of 13:20, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράχωμα Medium diacritics: παράχωμα Low diacritics: παράχωμα Capitals: ΠΑΡΑΧΩΜΑ
Transliteration A: paráchōma Transliteration B: parachōma Transliteration C: parachoma Beta Code: para/xwma

English (LSJ)

ατος, τό, A embankment, dyke, in plural, Str.5.1.5, 10.2.19.

German (Pape)

[Seite 508] τό, daneben aufgeschütteter oder aufgeworfener Damm, Strab. 5, 1, 5 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

παράχωμα: τό, σωρὸς χώματος χρησιμεύων ὡς πρόχωμα εἰς τὰ πλάγια διώρυχος ἢ τάφρου, Στράβ. 212, 458.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
chaussé élevée auprès, digue.
Étymologie: παραχώννυμι.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ παραχώννυμι
σωρός από χώμα που χρησιμεύει ως πρόχωμα στα πλάγια διώρυγας ή τάφρου
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παραχώνω
2. συσσώρευση χώματος κοντά στη ρίζα φυτού για να διατηρείται η υγρασία μέσα στον λάκκο
3. απόκρυψη μέσα στη γη, επικάλυψη με χώμα
4. ειρων. ενταφιασμός.

Greek Monotonic

παράχωμα: τό, σωρός χώματος που χρησιμεύει ως ανάχωμα, τάφρος, σε Στράβ.

Middle Liddell

παράχωμα, ατος, τό,
a side embankment, a dyke, Strab.