θρασυμέμνων

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "epith." to "epithet")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρασυμέμνων Medium diacritics: θρασυμέμνων Low diacritics: θρασυμέμνων Capitals: ΘΡΑΣΥΜΕΜΝΩΝ
Transliteration A: thrasymémnōn Transliteration B: thrasymemnōn Transliteration C: thrasymemnon Beta Code: qrasume/mnwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (θρασύς, Skt. A mánma, OIr. menma 'spirit', cf. Ἀγαμέμνων) brave-spirited, epithet of Heracles, Il. 5.639, Od.11.267; of Meleager, B.5.69.

German (Pape)

[Seite 1216] ον (μένος, μέμονα), kühn gesinnt, dreist, Herakles, Il. 5, 639 Od. 11, 267, VLL. θρασὺς κατὰ τὸ μένος.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾰσυμέμνων: -ον, ὁ εὐτόλμως σταθερὸς (πρβλ. μέμνων), ἐπίθ. τοῦ Ἡρακλέους, Ἰλ. Ε. 639. Ὀδ. Λ. 267, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
résolu, hardi, intrépide.
Étymologie: θρασύς, μέμνων.

English (Autenrieth)

ονος: bravely steadfast (if from μίμνω), epithet of Heracles, Il. 5.639 and Od. 11.267.

Greek Monolingual

θρασυμέμνων, -ονος,ὁ (Α)
(ως επίθ. του Ηρακλέους και του Μελεάγρου) αυτός που έχει τολμηρό φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + μέμνων «σταθερός, αποφασιστικός»].

Russian (Dvoretsky)

θρᾰσῠμέμνων: 2, gen. ονος смелый, отважный, неустрашимый (Ἡρακλῆς Hom.).

Middle Liddell


bravely steadfast (cf. Μέμνων), Hom.