κατακράζω
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
fut. -κεκράξομαι, A cry down, outdo in crying, Ar.Eq.287.
German (Pape)
[Seite 1356] (s. κράζω), nieder-, überschreien, τινά, κατακεκράξομαί σε κράζων Ar. Equ. 287.
Greek (Liddell-Scott)
κατακράζω: μέλλ. -κεκράξομαι, διὰ κραυγῶν καταβάλλω, ὑπερτερῶ ἐν τῷ κράζειν, κατακεκράξομαί σε κράζων Ἀριστοφ. Ἱππ. 287, πρβλ., καταβοῶ τινα αὐτόθι 6. 2) μετὰ γεν., κατέκραζε τὸ πλῆθος Ἰωάννου Ἰω. Μαλ. 475, 3. 3) διὰ τῶν κραυγῶν ἐκκωφῶ, «ξεκωφαίνω», ψάλλειν οὐ κατακράζειν Εὐστ.
French (Bailly abrégé)
1 assourdir de ses cris;
2 effrayer par ses cris.
Étymologie: κατά, κράζω.
Greek Monolingual
κατακράζω (AM)
μσν.
φωνάζω εναντίον κάποιου
αρχ.
ξεπερνώ κάποιον στις κραυγές («κατακεκράξομαί σε κράζων», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
κατακράζω: μέλ. -κεκράξομαι, καταβάλλω με κραυγές, υπερτερώ, υπερέχω στις κραυγές, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κράζω overschreeuwen.
Russian (Dvoretsky)
κατακράζω: заглушать криком: κατακεκράξομαί σε κράζων Arph. я перекричу тебя.
Middle Liddell
fut. -κεκράξομαι
to cry down, outdo in crying, Ar.