κελευθοποιός
ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.
English (LSJ)
όν, A road-making, A.Eu.13.
German (Pape)
[Seite 1414] poet. = ὁδοποιός, Aesch. Eum. 13.
Greek (Liddell-Scott)
κελευθοποιός: -όν, κατασκευάζων ὁδόν, ὡς τὸ ὁδοποιός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 13.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui prépare la voie.
Étymologie: κέλευθος, ποιέω.
Greek Monolingual
κελευθοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει δρόμους, ο οδοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. αρτοποιός, κλειθροποιός.
Greek Monotonic
κελευθοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που κατασκευάζει οδούς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κελευθοποιός: прокладывающий дорогу (παῖδες Ἡφαίστου Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελευθοποιός -όν [κέλευθος, ποιέω] een weg makend.
Middle Liddell
κελευθο-ποιός, όν ποιέω
road-making, Aesch.