ἀπαναισχυντέω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
English (LSJ)
A behave with effrontery, c. acc. cogn., ἀ. τοῦτο Pl. Ap.31b; c. inf., Alex.Aphr.in Top.524.5: abs., D.29.20, cf. 54.33; put away shame, Hld.8.5.
German (Pape)
[Seite 277] unverschämt genug sein, um zu.., sequ. ὡς, Plat. Apol. 31 b; absolut, Dem. 29, 20, unverschämt auffahren.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαναισχυντέω: ἔχω τὴν ἀναίδειαν νὰ εἴπω ἢ πράξω τι, τοῦτο οὐχ οἷοι τε ἐγένοντο ἀπαναισχυντῆσαι ὡς…, Πλάτ. Ἀπολ. 31C. ΙΙ. ἀρνοῦμαι ἀναισχύντως, Δημ. 850. 17.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
nier impudemment.
Étymologie: ἀπό, ἀναισχυντέω.
Spanish (DGE)
no tener vergüenza de τοῦτο Pl.Ap.31b
•c. inf., Alex.Aphr.in Top.524.5
•c. ac. int. ἀ. καλὴν ἀναισχυντίαν sentir una sana falta de vergüenza Chrys.M.58.520
•abs. comportarse desvergonzadamente D.29.20, 54.33, D.C.45.27.3
•en aor., abs. perder la vergüenza LXX Ie.3.3.
Greek Monotonic
ἀπαναισχυντέω: μέλ. -ήσω (ἀναίσχυντος)·
I. έχω την αναισχυντία, την αναίδεια να πράξω ή να εκστομίσω κάτι.
II. αρνούμαι, αποποιούμαι επαίσχυντα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαναισχυντέω: бесстыдно утверждать, нагло заявлять Plat., Dem.
Middle Liddell
ἀναίσχυντος
I. to have the effrontery to do or say a thing, Plat.
II. to deny shamelessly, Dem.