εὐθυεργής

From LSJ
Revision as of 14:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐθῠεργής Medium diacritics: εὐθυεργής Low diacritics: ευθυεργής Capitals: ΕΥΘΥΕΡΓΗΣ
Transliteration A: euthyergḗs Transliteration B: euthyergēs Transliteration C: efthyergis Beta Code: eu)quergh/s

English (LSJ)

ές, A accurately wrought, Luc. Hist. Conscr.27 (nisi leg. εὐεργής).

German (Pape)

[Seite 1070] ές, gerade gearbeitet, τὸ εὐθ., die gerade Arbeit, Luc. conscr. hist. 72.

Greek (Liddell-Scott)

εὐθυεργής: -ές, καλῶς εἰργασμένος, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 27, εἰ μὴ ἡμαρτ. γραφ. ἀντὶ εὐεργής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
travaillé en droite ligne ; τὸ εὐθυεργές LUC ligne tirée au cordeau.
Étymologie: εὐθύς, ἔργον.

Greek Monolingual

εὐθυεργής, -ές (Α)
ο κατεργασμένος με επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -εργής (< έργον)
πρβλ. ευεργής, κακοεργής].

Greek Monotonic

εὐθυεργής: -ές (*ἔργω), δουλεμένος σωστά, επεξεργασμένος με ακρίβεια, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὐθῠεργής: сделанный в виде прямой линии, прямолинейный: τὸ εὐθυεργές Luc. прямолинейность.

Middle Liddell

εὐθυ-εργής, ές [*ἔργω
accurately wrought, Luc.