ἀτεχνία

From LSJ
Revision as of 12:54, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτεχνία Medium diacritics: ἀτεχνία Low diacritics: ατεχνία Capitals: ΑΤΕΧΝΙΑ
Transliteration A: atechnía Transliteration B: atechnia Transliteration C: atechnia Beta Code: a)texni/a

English (LSJ)

ἡ, A want of art or skill, Hp.Lex4, Pl.Phd.90d, al., Arist.EN1140a21, Chrysipp.Stoic.2.269: pl., Simp. in Stoic.3.49.

German (Pape)

[Seite 385] ἡ, Kunstlosigkeit, Ungeschicktheit, Ggstz τέχνη Plat. Phaedr. 274 b; Arist. Eth. 6, 4 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτεχνία: ἡ, ἔλλειψις τέχνης ἢ ἐπιτηδειότητος, ἀνεπιτηδειότης, γλωσσ. Ἱππ. 2, Πλάτ. Φαίδων 90D, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 4, 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque d'art, inhabileté, maladresse.
Étymologie: ἀτεχνής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Lex 4
1 subj. desconocimiento del arte o técnica, falta de oficio, incompetencia de ciertos médicos θρασύτης δὲ ἀτεχνίην (σημαίνει) Hp.l.c., cf. VM 9, de Arte 1, Decent.4, Praec.7, Anon.Mirac.Thecl.23.6, frec. ref. a la lengua o la música τὴν ἑαυτοῦ ἀτεχνίαν Pl.Phd.90d, cf. Aristid.Quint.104.15, ἀ. τῆς γνώμης Hld.2.3.1
op. τέχνη no arte, falta de dominio técnico λόγων Pl.Phdr.274b, cf. Plu.2.75b.
2 gener. más abstr. τεχνῶν καὶ ἀτεχνιῶν artes y procesos no sometidos a arte e.d., competencias e incompetencias Pl.Sph.253b, cf. Chrysipp.Stoic.2.269, 3.49, M.Ant.2.11, τέχνη ἕξις τις μετὰ λόγου ἀληθοῦς ποιητική ἐστιν, ἡ δ' ἀτεχνία τοὐναντίον μετὰ λόγου ψευδοῦς ποιητικὴ ἕξις la competencia es una situación productiva basada en un conocimiento sistemático verdadero, la incompetencia es una situación productiva basada en un conocimiento falso Arist.EN 1140a22.

Greek Monolingual

ἀτεχνία, η (Α) άτεχνος
έλλειψη τέχνης ή επιτηδειότητας, αδεξιότητα.

Greek Monotonic

ἀτεχνία: ἡ, έλλειψη τέχνης ή επιδεξιότητας, ανεπιτηδειότητα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀτεχνία:неумелость, неискусность Plat., Arst., Plat., Diog. L.

Middle Liddell

[From ἄτεχνος
want of art or skill, unskilfulness, Plat.