ἱστοπέδη
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
English (LSJ)
Dor. ἱστο-πέδα, ἡ, A a piece of wood set in the keel to which the mast was bound, or, a hole in the keel for stepping the mast, Od.12.51,162, Alc.18.6.
German (Pape)
[Seite 1271] ἡ, ein Balken oder ein Loch im Boden des Schiffes, in welches das unterste Ende des Mastbaumes befestigt wurde, Od. 12, 50. 162.
Greek (Liddell-Scott)
ἱστοπέδη: Δωρ. ἱστοπέδα, ἡ, «ὁ τόπος ἐν ᾧ ὁ ἱστὸς ἐντίθεται» (Σχόλ.), Ὀδ. Μ. 51. 162, Ἀλκαῖ. 18. 6.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
partie d’un navire où s'emboîte le pied du mât.
Étymologie: ἱστός, πέδη.
English (Autenrieth)
mast-stay, mast-block, a thwart or transverse beam with a depression into which the mast fitted, which was by this means, as well as by the ἐπίτονοι, prevented from falling forward, Od. 12.51. (See cut, letter b.)
Greek Monolingual
η (Α ἱστοπέδη και δωρ. τ. ίστοπέδα)
η εγκοπή ή υποδοχή της τρόπιδας, ή καρένας, μέσα στην οποία στερεώνεται η βάση του ιστού
Greek Monotonic
ἱστοπέδη: Δωρ. -πέδα, ἡ, τόπος όπου μπαίνει το κατάρτι, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἱστοπέδη: ἡ держатель мачты (с гнездом, в которое она вставлялась), деревянное крепление, степс Hom.