ὑπεκπροθέω

From LSJ
Revision as of 08:20, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "s’" to "s'")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκπροθέω Medium diacritics: ὑπεκπροθέω Low diacritics: υπεκπροθέω Capitals: ΥΠΕΚΠΡΟΘΕΩ
Transliteration A: hypekprothéō Transliteration B: hypekprotheō Transliteration C: ypekprotheo Beta Code: u(pekproqe/w

English (LSJ)

A run forth from under, outstrip, Ἄτη . . πάσας (sc. τὰς Αιτὰς) πολλὸν ὑπεκπροθέει Il.9.506: abs., ὁ πὸν πεδίοιο διώκετο . . τυτθὸν ὑπεκπροθέοντα running on before, 21.604, cf. Od.8.125, A.R. 4.937.

German (Pape)

[Seite 1186] (s. θέω), darunter heraus u. vorwärts laufen, vorlaufen, Il. 21, 604 Od. 8, 125; τινά, Einen überlaufen od. einholen, Il. 9, 506.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκπροθέω: ὑπεκτρέχω, κάτωθεν προτρέχω, Ἄτη. πάσας (δηλ. τὰς Λιτὰς) πολλὸν ὑπεκπροθέει Ἰλ. Ι. 506· ― ἀπολ., ὁ τὸν πεδίοιο διώκετο... τυτθὸν ὑπεκπροθέοντα, τρέχοντα ἐμπρός, προβαίνοντα, Φ. 604, πρβλ. Ὀδ. Η. 125. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπεκπροθέων· ὑπεκτρέχων».

French (Bailly abrégé)

s'élancer du fond ou de derrière et courir en avant : τινα de manière à dépasser ou atteindre qqn.
Étymologie: ὑπό, ἐκ, προθέω.

English (Autenrieth)

run on before, outrun. Il. 9.506.

Greek Monolingual

Α
1. τρέχω προς τα έξω και εμπρός, προτρέχω
2. ξεπερνώ, νικώ στο τρέξιμο («Ἄτη... πάσας [τὰς Λιτὰς] πολλὸν ὑπεκπροθέει», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκ + προθέω (Ι) «τρέχω μπροστά»)].

Greek Monotonic

ὑπεκπροθέω: μέλ. -θεύσομαι, τρέχω από κάτω προς τα εμπρός, ξεπερνώ κάποιον, αφήνω πίσω μου κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· απόλ., προπορεύομαι, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεκπροθέω: выбегать вперед (кого-л.), опережать, обгонять (τινα Hom.): τυτθὸν ὑπεκπροθέων Hom. немного опередивший.

Middle Liddell

fut. -θεύσομαι
to run forth from under, outstrip, Il.:—absol. to run on before, Hom.