παράμερος

From LSJ
Revision as of 09:09, 4 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾱ], ον</b>" to "ᾱ], ον")

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράμερος Medium diacritics: παράμερος Low diacritics: παράμερος Capitals: ΠΑΡΑΜΕΡΟΣ
Transliteration A: parámeros Transliteration B: parameros Transliteration C: parameros Beta Code: para/meros

English (LSJ)

[ᾱ], ον, Dor. for παρήμερος, Pi.O.1.99.

Greek (Liddell-Scott)

παράμερος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ παρήμερος, Πινδ. Ο. Ι. 160.

French (Bailly abrégé)

dor. c. παρήμερος.

English (Slater)

παρᾱμερος
   1 daily, coming each day τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλόν (O. 1.99)

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο
αυτός που βρίσκεται κατά μέρος, απομονωμένος, απόμερος («τραβιέται σε παράμερο, και κάθεται και κλαίει», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το επίρρ. παράμερα].
(II)
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. παρήμερος.

Greek Monotonic

παράμερος: -ον, Δωρ. αντί παρ-ήμερος.

Russian (Dvoretsky)

παράμερος: дор. = παρήμερος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρᾱ́μερος -ον [παρά, ἡμέρα] Dor., dagelijks.