παράμερος
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
[ᾱ], ον, Dor. for παρήμερος, Pi.O.1.99.
Greek (Liddell-Scott)
παράμερος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ παρήμερος, Πινδ. Ο. Ι. 160.
French (Bailly abrégé)
dor. c. παρήμερος.
English (Slater)
παρᾱμερος
1 daily, coming each day τὸ δ' αἰεὶ παράμερον ἐσλόν (O. 1.99)
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο
αυτός που βρίσκεται κατά μέρος, απομονωμένος, απόμερος («τραβιέται σε παράμερο, και κάθεται και κλαίει», δημ. τραγούδι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το επίρρ. παράμερα].
(II)
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. παρήμερος.
Greek Monotonic
παράμερος: -ον, Δωρ. αντί παρ-ήμερος.
Russian (Dvoretsky)
παράμερος: дор. = παρήμερος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρᾱ́μερος -ον [παρά, ἡμέρα] Dor., dagelijks.