ἀντίκεντρον
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
τό, that which acts as a goad, A.Eu.136,466.
German (Pape)
[Seite 253] τό, die Stelle eines Sporns, Stachels vertretend, vom Schmerz, Aesch. Eum. 131. 444.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίκεντρον: τό, πρᾶγμά τι χρησιμεῦον ὡς κέντρον, «κεντρὶ» Αἰσχύλ. Εὐμ. 136. 466.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ce qui remplace l’aiguillon.
Étymologie: ἀντί, κέντρον.
Spanish (DGE)
-ου, τό
equivalente de un aguijón τοῖς σώφροσιν γὰρ ἀντίκεντρα γίγνεται pues son para los cuerdos cual aguijón de los reproches, A.Eu.136, de los oráculos, A.Eu.466.
Greek Monolingual
ἀντίκεντρον, το (Α)
κάποιο γεγονός που πληγώνει σαν να είναι κεντρί.
Greek Monotonic
ἀντίκεντρον: τό, αυτό που χρησιμεύει ως κεντρί, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίκεντρον: τό досл. нечто вроде жала, перен. шип (ἄλγη ἀντίκεντρα καρδίᾳ Aesch.).