συνάχι

From LSJ
Revision as of 12:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. κοινή ονομασία του ρινικού κατάρρου
2. φρ. «παίρνω συνάχι» — προσβάλλομαι από κατάρρου
3. (σπάν.) κοινή ονομασία της κυνάγχης
4. παροιμ. φρ. «σαν πεθάνω απ' το συνάχι, φάσκελα να' χει η πανούκλα» — δηλώνει ότι πολλές φορές μπορεί να είναι εξίσου οδυνηρό ένα μικρής φαινομενικά σημασίας κακό ή ατύχημα, όταν οι συνέπειες που επακολουθούν είναι ολέθριες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. συνάγχη () με αλλαγή γένους και σίγηση του έρρινου -γ- (πρβλ. πενθερός: πεθερός, ρογχαλίζω: ρουχαλίζω)].

Greek Monolingual

το, Ν
1. κοινή ονομασία του ρινικού κατάρρου
2. φρ. «παίρνω συνάχι» — προσβάλλομαι από κατάρρου
3. (σπάν.) κοινή ονομασία της κυνάγχης
4. παροιμ. φρ. «σαν πεθάνω απ' το συνάχι, φάσκελα να' χει η πανούκλα» — δηλώνει ότι πολλές φορές μπορεί να είναι εξίσου οδυνηρό ένα μικρής φαινομενικά σημασίας κακό ή ατύχημα, όταν οι συνέπειες που επακολουθούν είναι ολέθριες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. συνάγχη () με αλλαγή γένους και σίγηση του έρρινου -γ- (πρβλ. πενθερός: πεθερός, ρογχαλίζω: ρουχαλίζω)].