διασιωπάω
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
fut. -ήσομαι, A remain silent, E.Hel.1551, X.Mem.3.6.4. 2 pause in reading, Gal.16.742, al. II trans., pass over in silence, E.Ion1566; also in Dor. fut., διασωπάσομαί οἱ μόρον Pi.O. 13.91.
German (Pape)
[Seite 601] (s. σιωπάω), immerfort schweigen; Xen. Mem. 3, 6, 4; übh. = verschweigen, αὐτά Eur. Ion 1566, u. Sp., wie Plut. Ages. 11.
Greek (Liddell-Scott)
διασιωπάω: μέλλ. -ήσομαι, διαμένω σιωπηλός, Εὐρ. Ἑλ. 1551, Ξεν. Ἀπομν. 3. 6, 4. ΙΙ. μεταβ., παρέρχομαι ἐν σιωπῇ, παρασιωπῶ, δὲν ἀναφέρω, Εὐρ. Ἴωνι 1566· οὕτω καὶ ἐν Δωρ. μέλλ., διασωπάσομαί οἱ μόρον Πίνδ. Ο. 13. 130.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. διασιωπήσομαι;
rester silencieux.
Étymologie: διά, σιωπάω.
Spanish (DGE)
(διασῐωπάω)
• Morfología: [dór. fut. med. διασωπάσομαι Pi.O.13.91]
1 intr. permanecer en silencio E.Hel.1551, X.Ages.5.5, Plu.11, Cleom.24
•en aor. callarse, hacer una pausa ἐπεὶ δὲ ὁ Γλαύκων διεσιώπησε X.Mem.3.6.4, en la lectura, Gal.16.742.
2 tr. callar, ocultar, pasar por alto αὐτά E.Io 1566, en v. med. mismo sent. διασωπάσομαί οἱ μόρον ἐγώ le ocultaré su destino Pi.l.c.
Greek Monotonic
διασιωπάω: μέλ. -ήσομαι,
I. παραμένω σιωπηλός, σε Ευρ., Ξεν.
II. μτβ., αποσιωπώ, παρασιωπώ, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
διασιωπάω: (дор. fut. διασιωπάσομαι с πᾱ)
1) продолжать хранить молчание Eur., Xen., Plut.;
2) обходить молчанием, замалчивать, умалчивать, хранить в тайне (τι Pind., Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σιωπάω (de hele tijd) zwijgen; met acc. verzwijgen.
Middle Liddell
fut. ήσομαι
I. to remain silent, Eur., Xen.
II. trans. to pass over in silence, Eur.