ἀποδημητικός

From LSJ
Revision as of 10:45, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδημητικός Medium diacritics: ἀποδημητικός Low diacritics: αποδημητικός Capitals: ΑΠΟΔΗΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apodēmētikós Transliteration B: apodēmētikos Transliteration C: apodimitikos Beta Code: a)podhmhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, fond of wandering or fond of travelling, Dicaearch.1.9, Vett.Val. 98.7; παράστασις ἀποδημητική = banishment to foreign parts, of ostracism, Arist. Pol.1308b19: metaph., migratory, i.e. mortal, Arr.Epict.3.24.4, cf. ib.60,105.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδημητικός: -ή, -όν, ἀγαπῶν τὰς ἀποδημίας, τὰ ταξείδια, Δικαίαρχ. 1. 9· εἰ δὲ μὴ ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις αὐτῶν, εἰ δὲ μὴ νὰ ἐξοστρακίζωνται εἰς ξένην χώραν, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 12: μεταφ., διαβατικός, ὅ ἐ. Θνητός, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 4· πρβλ. αὐτόθι 60 καὶ 105.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui voyage à l'étranger;
2 qui émigre (de ce monde dans l'autre), mortel.
Étymologie: ἀποδημέω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 relativo a uno aficionado a los viajes ἀποδημητικῆς ... οὔσης τῆς γενέσεως Vett.Val.98.6, cf. Ps.Dicaearch.1.9.
2 fuera del propio país παράστασις Arist.Pol.1308b19.
3 migratorio de los peces, Basil.M.29.156C
fig. mortal de un hombre, Arr.Epict.3.24.4, cf. 60, 105.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀποδημητικός, -ή, -όν) αποδημώ
αυτός που συχνά αποδημεί, ο μεταναστευτικός
νεοελλ.
«ἀποδημητικά πτηνά» — τα πουλιά που μεταναστεύουν σε θερμά κλίματα για να διαχειμάσουν
αρχ.
1. αυτός που εξαναγκάζεται να αποδημήσει
2. θνητός.

Greek Monotonic

ἀποδημητικός: -ή, -όν, αυτός που αρέσκεται στο να ταξιδεύει· παράστασις ἀποδημητική, εξορία στα ξένα, δηλ. εξοστρακισμός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδημητικός: странствующий на чужбине: ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις τινός Arst. подвергнуть кого-л. изгнанию из отечества, изгнать из отечества.

Middle Liddell

[from ἀδημέω]
fond of travelling: παράστασις ἀπ. banishment to foreign parts, i. e. ostracism, Arist.