ἀποχωρίζω
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
A separate from, τὸ χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Pl.Sph.226d:—Pass., to be separated from, πυρός Id.Ti.59d; ἐξ ἰνῶν αἷμα ἀ. ib.84a. 2 separate, set apart, detach, Lys.16.16; ἀ. ὡς ἓν εἶδος separate and put into one class, Pl. Plt.262e; ἀπὸ βασιλικῆς τε καὶ πολιτικῆς πράξεως ib.289d. 3 Pass., to be vomited, Herod. Med. in Rh.Mus.58.99.
German (Pape)
[Seite 337] absondern, trennen, τὸ χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Plat. Soph. 226 d; αἷμα ἐξ ἰνῶν ἀποχωριζόμενον Tim. 84 a; τὰς τάξεις Lys. 16, 16, abtreten lassen, wegschicken.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποχωρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: -χωρίζω ἢ ἀποχωρίζω τὶ ἀπό τινος, τὸ χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Πλάτ. Σοφ. 226D, πρβλ. Πολιτικ. 289C: - Παθ. ἀποχωρίζομαι ἀπό τινος, πυρὸς ὁ αὐτ. Τίμ. 59D· ἐξ ἰνῶν αἷμα ἀπ. αὐτόθι 84Α. 2) ἀποχωρίζω, τίθημί τι χωρίς, κατ’ ἰδίαν, ἀπομακρύνω τὸ ἕν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, ἀποχωρίσαι τάξεις Λυσ. 147.17· ἀπ. ὡς ἕν εἶδος, χωρίζω καὶ κατατάσσω εἰς μίαν τάξιν, Πλάτ. Πολιτ. 262D.
French (Bailly abrégé)
séparer.
Étymologie: ἀπό, χωρίζω.
Spanish (DGE)
1 en v. med.-pas. separarse c. gen. del agua πυρὸς ἀποχωρισθέν Pl.Ti.59d, ἀποχωριζομένη δέρματος ἑκάστη θρίξ Pl.Ti.76c, πολιτικῆς ἐπιστήμης ἀποκεχωρίσθαι Pl.Plt.303e, ἐν τῷ ἀποκεχωρισμένῳ τοῦ οἴκου LXX Ez.43.21, μὴ ἀποχωρισθῶμεν ἀλλήλων PAnt.93.9 (IV d.C.)
•c. giros prep. ἐξ ἰνῶν αἷμα ... ἀποχωριζόμενον Pl.Ti.84a, ἀπεχωρίσθησαν ἀπὸ βασιλικῆς ... πράξεως Pl.Plt.289d, cf. D.C.71.4.2
•divorciarse ἀποχωρισθῆναι ἀπ' ἀλλήλων PMasp.153.13 (VI d.C.), ἀπ' αὐτοῦ PLond.1731.11 (VI d.C.)
•abs. ἀποχωρισθέντων τῶν ἔμπροσθεν alejados los anteriores (pretendientes) Pl.Plt.291a
•retraerse, retirarse ὁ οὐρανὸς ἀπεχωρίσθη ὡς βιβλίον ἑλισσόμενον el cielo se retrajo como un libro enrollado, Apoc.6.14.
2 en v. act. separar τὸ μὲν χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Pl.Sph.226d, cf. 256b, ψηφισαμένων τῶν ἀρχόντων ἂποχωρίσαι τάξεις αἵτινες βοηθήσουσι habiendo decidido los generales separar algunos batallones para que ayudaran Lys.16.16, ἀπὸ πάντων ὡς ἓν εἶδος ἀποχωρίζων separando (un número) de todos los otros como si constituyera una sola especie Pl.Plt.262e, ἀποχωρίσαι πλοίῳ apartar (¿el dinero?) para la nave, PCair.Zen.753.37 (III a.C.).
English (Strong)
from ἀπό and χωρίζω; to rend apart; reflexively, to separate: depart (asunder).
English (Thayer)
(1st aorist passive ἀπεχωρίσθην); to separate, sever (often in Plato); to part asunder: passive ὁ οὐρανός ἀπεχωρίσθη, to separate oneself, depart from: ἀποχωρισθῆναι αὐτούς ἀπ' ἀλλήλων, Acts 15:39.
Greek Monolingual
(AM ἀποχωρίζω)
1. χωρίζω κάτι από άλλο
2. (-ομαι) χωρίζομαι από κάποιον ή κάτι
μσν.- νεοελλ.
κάνω διάκριση, ξεχωρίζω
μσν.
1. περιφρονώ
2. εγκαταλείπω.
Greek Monotonic
ἀποχωρίζω: Αττ. μέλ. -ῐῶ, διαχωρίζω ή ξεχωρίζω από, τι ἀπό τινος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποχωρίζω:
1) отделять (τί τινος, ἔκ и ἀπό τινος Plat.);
2) выделять (ὡς ἓν εἶδος Plat.; τάξεις αἵτινες βοηθήσουσι Lys.).
Middle Liddell
to part or separate from, τι ἀπό τινος Plat.
Chinese
原文音譯:¢pocwr⋯zw 阿坡-何里索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:從-間隔(化)
字義溯源:分開,被分開,分離,挪移;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(χωρίζω)=隔離)組成;其中 (χωρίζω)出自(χώρα)=地方), (χώρα)出自(χάσμα)=深坑),而 (χάσμα)又出自(χάσμα)X*=裂開,張開)。這字本意是:分開。在( 啓6:14)說到:天‘挪移’(ἀποχωρίζω)),好像書卷被捲起來(和合本)但幾個英文譯本也有不同的繙譯:天‘裂開’(NASB)天‘退縮’(NIV;NKJB) 參 (ἀνακρίνω)同義字
譯字彙編:
1) 挪移(1) 啓6:14;
2) 分(1) 徒15:39