εἰσπλέω

From LSJ
Revision as of 15:30, 22 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσπλέω Medium diacritics: εἰσπλέω Low diacritics: εισπλέω Capitals: ΕΙΣΠΛΕΩ
Transliteration A: eispléō Transliteration B: eispleō Transliteration C: eispleo Beta Code: ei)sple/w

English (LSJ)

fut. -πλεύσμαι, A sail into, enter, ἐς τὰ στενά Th.2.86, cf. 89, etc.: poet. c. acc., E.IT1389: c. acc. et dat., ὑμέναιον δόμοις εἰσέπλευσας S.OT423. 2 abs., sail in, ἐπ' ἀριστερὰ ἐσπλέοντι as one sails in, Hdt.6.33; στόμα ναυσὶ ταῖς μεγίσταις ἱκανὸν εἰσπλεῖν Pl.Criti.115d; εἰσπλέοντας ἐκπλέοντάς τε Pl.Com.183; Μεγαρεῦσι μηδὲν ἐσπλεῖν Th.3.51, cf. X.HG2.4.29; of corn, to be imported, D. 20.31.

German (Pape)

[Seite 745] (s. πλέω), hineinsegeln, hineinfahren; Her. 6, 33; εἴς τι, Thuc. 2, 89, u. öfter auch Folgde; auffallend Ἰόνιον κόλπον εἰσπλέοντι Thuc. 1, 24, wo aber D. Hal. εἰς κόλπον las; vgl. Soph. O. R. 423 u. Eur. I. T. 1389. Auch ὅπως μηδὲν εἰσπλέοι τῶν ἐπιτηδείων, Xen. Hell. 2, 4, 29, zu Wasser ankommen, wie ὁ σῖτος εἰσπλέων Dem. 20, 31, neben ἐπείσακτος u. ἀφικνούμενος. Vgl. Antiphan. Ath. VIII, 342 e (v. 13) u. Thuc. 3, 51.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσπλέω: μέλλ. -πλεύσομαι, εἰσέρχομαι πλέων, εἰς τόπον Θουκ. 2. 86, 89, κτλ.· ποιητ. μετ’ αἰτιατ., Σοφ. Ο. Τ. 423 (ἴδε ἐν λ. ἄνορμος), Εὐρ. Ι. Τ. 1389· οὕτω καὶ Θουκ. 1. 24. 2) ἀπολ., πλέω μέσα εἰς, ἐπ’ ἀριστερὰ εἰσπλέοντι, εἰς τὰ ἀριστερὰ τοῦ εἰσπλέοντος, Ἡρόδ. 6. 33· ναυσὶ ταῖς μεγίσταις ἱκανὸν εἰσπλεῖν, Πλάτ. Κριτί. 115DϏ τοὺς τ’ ἐκπλέοντας εἰσπλέοντάς τ’ ὄψεται Πλάτων Κωμικὸς ἐν Πλουτ. Θεμιστ. 32· οὐδὲν εἰσπλεῖ τισι, οὐδὲν εἰσέρχεται εἰς τὸν λιμένα αὐτῶν, Θουκ. 3. 51, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 29· ἐπὶ σίτου, εἰσάγομαι, Δημ. 466. 24.

French (Bailly abrégé)

f. εἰσπλεύσομαι, ao. εἰσέπλευσα;
1 entrer en naviguant dans;
2 abs. entrer dans le port, être importé.
Étymologie: εἰς, πλέω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Hdt.6.33, Th.2.86, Milet 1(3).135.9 (IV a.C.)
1 ref. naves entrar navegando en estrechos, mares interiores, golfos, puertos, etc. τὰ ἐπ' ἀριστερὰ ἐσπλέοντι τοῦ Ἑλλησπόντου ... πάντα (sc. τείχεα) todas (las plazas fuertes) situadas en la orilla izquierda del Helesponto según se entra Hdt.l.c., cf. Str.7.7.6, en un río οἱ εἰσπλέοντες D.Chr.36.2, Ἐπίδαμνός ἐστι πόλις ἐν δεξιᾷ ἐσπλέοντι τὸν Ἰόνιον κόλπον Epidamno es una ciudad que se encuentra a mano derecha según se entra en el golfo jónico Th.1.24, cf. Philostr.VA 5.1, εἰσπλέουσι ... τὸν κατὰ Στήλας πορθμὸν ἐν δεξιᾷ μέν ἐστιν ἡ Λιβύη Str.2.5.26, c. εἰς y ac. ἐς τὰ στενά Th.2.86, εἰς τὴν λίμνην Arist.Mete.350a31, εἰς κόλπους τινὰς καὶ λιμένας Thphr.HP 5.8.2, cf. Th.2.89, D.S.3.44.1, εἰς Βορυσσθένη IKalchedon 16.1 (IV a.C.), cf. IG 22.1629.229 (IV a.C.), εἰς τὸν πόρον IIasos 34.4 (heleníst.), εἰς τὴν καθ' ἡμᾶς θάλατταν de los argonautas volviendo por Gibraltar hacia el Mediterráneo, Timae.85, ἐπὶ δεξιὰ εἰς τὸν Πόντον εἰσπλέοντι X.An.6.4.1, cf. Peripl.M.Eux.87, IPE 12.79.14 (Olbia I d.C.), Plu.Luc.13, εἰς τὸν διάπλουν Str.9.2.9
de peces migratorios, esp. atunes entrar, arribar ἐξέρχονται μὲν τοῦ φθινοπώρου ... εἰσπλέουσι δὲ τοῦ ἔαρος Arist.HA 571a19, cf. 621b15, εἰσπλέοντες μὲν γὰρ οὐχ ἁλίσκονται εἰς τὸν Ἀδρίαν Arist.HA 598b17
entrar en el puerto, arribar a puerto διελόντες στόμα ναυσὶ ταῖς μεγίσταις ἱκανὸν εἰσπλεῖν Pl.Criti.115d, op. ἐκπλεῖν Pl.Com.199, Aen.Tact.8.2, Aristid.Or.46.22, cf. Plb.1.46.6, I.AI 15.339, οἱ εἰσπλέοντες παρ' αὐτοὺς ξένοι los extranjeros que arriban a sus puertos (para comerciar), Plu.Cim.8, cf. Lys.22.17, 21, PCair.Zen.21.10 (III a.C.), εἶναι Σαρδιηνῶν τῷ βουλομένῳ εἰσάφιξιν ἐς Μίλητον ... καὶ ἐσπλέοσι καὶ ἐκπλέοσι Milet l.c., cf. IG 12(9).204.4 (Eretria IV a.C.), ILampsakos 3.7 (III/II a.C.).
2 de mercancías o pers. llegar en barco, por mar ὁ δὲ ναύαρχος κατὰ θάλατταν ἐφύλαττεν ὅπως μηδὲν εἰσπλέοι αὐτοῖς τῶν ἐπιτηδείων X.HG 2.4.29, cf. Th.3.51, ὁ ἐκ τοῦ Πόντου σῖτος εἰσπλέων el trigo que llega por mar del Ponto D.20.31, cf. IG 22.416.11 (IV a.C.), de pers. ἐν Θήρᾳ οἰκῶν ποιε[ῖ] ἀγαθὸν ὅτι ἂν δύνηται Ἀρκεσινέων τοὺς εἰσπλέοντας IG 12(7).11.5 (Arcesine IV/III a.C.), γυναικῶν εἰσπλεουσῶν IPDésert 67.18 (I d.C.).

Greek Monolingual

(AM εἰσπλέω και ἐσπλέω)
καταπλέω, μπαίνω σε λιμάνι
αρχ.
1. πλέω («ἐπ' ἀριστερὰ ἐσπλέοντι» — στ' αριστερά κατὰ τον πλου του καραβιού)
2. φρ. «οὐδὲν ἐσπλεῑ τισι» — τίποτε δεν μπαίνει στο λιμάνι τους, έχει επιβληθεί εμπορικός αποκλεισμός.

Greek Monotonic

εἰσπλέω: μέλ. -πλεύσομαι, μπαίνω, εισέρχομαι, πλέοντας εἰς τόπον, σε Θουκ.· ποιητ. με αιτ., σε Σοφ., Ευρ.· απόλ., ἐπ' ἀριστερὰ ἐσπλέοντι, από τα αριστερά όπως πλέει κάποιος, σε Ηρόδ.· οὐδὲν εἰσπλεῖ, τίποτα δεν μπαίνει μέσα στο λιμάνι, σε Θουκ.· λέγεται για σιτάρι, εισάγομαι, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσπλέω: ион. и староатт. ἐσπλέω (fut. εἰσπλεύσομαι, aor. εἰσέπλευσα)
1) (о кораблях) выплывать, тж. проплывать или входить (εἴς τι Thuc., Arst., Plut. и τι Eur., Thuc.; перен. δόμοις Soph.);
2) ввозиться водным путем Thuc., Dem.: ἐφύλαττεν ὅπως μηδὲν εἰσπλέοι αὐτοῖς τῶν ἐπιτηδείων Xen. он следил за тем, чтобы никакое продовольствие не доставлялось им с моря.

Middle Liddell

fut. -πλεύσομαι
to sail into, enter εἰς τόπον Thuc.: poet. c. acc., Soph., Eur.:—absol., ἐπ' ἀριστερὰ ἐσπλέοντι on the left as one sails in, Hdt.; οὐδὲν εἰσπλεῖ nothing comes into port, Thuc.: of corn, to be imported, Dem.