κατακτάομαι
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
fut. A -κτήσομαι LXX 2 Ch.28.10:—get for oneself, win, κράτος, νοῦν, S.Aj.768, 1256; ἐγκλήματα, πλούτους, Th.4.86, Isoc.4.182: metaph., win over, gain completely, τὸ θέατρον Ael.VH3.8: aor. 2 Act. κατέκτην (as if from κατάκτημι) dub. in IG14.1934. II Pass., τοῖς ἰδιώταις -κτώμενα possessed by... Phld.Vit.Herc.1457.10: aor., D.S.16.56.
German (Pape)
[Seite 1357] (s. κτάομαι), verstärktes simplex, sich ganz, sicher erwerben; εἰ μὴ νοῦν κατακτήσει τινά Soph. Ai. 1235, vgl. Trach. 790; βίον διπλοῦν Plat. Tim. 75 b; πλούτους Isocr. 4, 182; χώραν Pol. 6, 7, 4; Sp.; aor. pass. hat D. Sic. 16, 56 in pass. Bdtg. – Κατεκτήσατο τὸ θέατρον, er nahm das Theater, die Zuschauer für sich ein, Ael. V. H. 3, 8.
Greek (Liddell-Scott)
κατακτάομαι: μέλλ. -κτήσομαι, ἀποθετ., ἀποκτῶ δι’ ἐμαυτὸν ἐντελῶς, καταλαμβάνω τι, ἔχω ὑπὸ τὴν πλήρη κατοχήν μου, Σοφ. Αἴ. 768· εἰ μὴ κατακτήσει νοῦν τινα= ἐὰν δὲν συνέλθῃς εἰς τὸν νοῦν σου, αὐτόθι 1256, Ἰσοκρ. 79Β· βίον κ. Πλάτ. Τίμ. 75Β· χώραν κ. Πολύβ. 6. 7, 4· βασιλείαν, ὄρη, οἴκησιν κατ. Στράβ. 6. 273·- μεταφ., κερδίζω πρὸς τὸ μέρος μου, κερδίζω ἐντελῶς τὴν εὔνοιάν τινος, τὸ θέατρον·= τὰς ψυχὰς τῶν θεατῶν κατ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 8·- ἀόριστός τις β' ἐνεργ. κατέκτην (ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. κατάκτημι) ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἐπιγρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 6270. ΙΙ. παθ. ἀόρ. ἐπὶ παθ. σημασίας, τὰ κατακτηθέντα Διόδ. 16. 56.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
f. κατακτήσομαι, ao. κατεκτησάμην;
acquérir, conquérir ; posséder : fig. τὸ θέατρον ÉL conquérir ou gagner les spectateurs d'un théâtre.
Étymologie: κατά, κτάομαι.
Greek Monotonic
κατακτάομαι: μέλ. -κτήσομαι, αποθ., αποκτώ εντελώς για τον εαυτό μου, κατακτώ, και στους ιστορικούς χρόνους, έχω υπό την πλήρη κατοχή μου, σε Σοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
κατακτάομαι: (fut. κατακτήσομαι, aor. κατεκτησάμην; aor. pass. κατεκτήθην) приобретать, завладевать (τὴν ἀρχήν Arst.; τὴν οἰκουμένην Plut.); в истор. врем. обладать, владеть (κράτος, νοῦν τινα Soph.; πλούτους Isocr.; βίον διπλοῦν Plat.; χῶραν Polyb.; ἡγεμονίαν Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-κτάομαι verwerven, verkrijgen, in bezit nemen.
Middle Liddell
fut. -κτήσομαι
Dep. to get for oneself entirely, gain possession of, and in past tenses, to have in full possession, Soph., etc.