λάχνος

From LSJ
Revision as of 02:45, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάχνος Medium diacritics: λάχνος Low diacritics: λάχνος Capitals: ΛΑΧΝΟΣ
Transliteration A: láchnos Transliteration B: lachnos Transliteration C: lachnos Beta Code: la/xnos

English (LSJ)

(A), ὁ, A = λάχνη, wool, Od.9.445; v.l. λαχμός (c).
λάχνος (B), ὁ, glutton, Gloss.; cf. λάγνος, λίχνος.

German (Pape)

[Seite 20] ὁ, = λάχνη, Schaafwolle, Od. 9, 445.

Greek (Liddell-Scott)

λάχνος: ὁ, = λάχνη, ἔριον, Ὀδ. Ι. 445· διάφ. γραφ. λαχμός.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
toison de brebis.
Étymologie: cf. λάχνη.

English (Autenrieth)

= λάχνη, wool, Od. 9.445†.

Greek Monolingual

(I)
λάχνος, ὁ (Α)
λάχνη, χνούδι, τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του λάχνη.
(II)
λάχνος, ὁ (Α)
λαίμαργος, αδηφάγος.
(III)
ο
ζωολ. γένος εντόμων της οικογένειας aphididae.

Greek Monotonic

λάχνος: ὁ, = λάχνη, μαλλί, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

λάχνος:овечья шерсть, руно Hom.

Middle Liddell

λάχνος, ὁ, = λάχνη
wool, Od.