κλινοπετής

From LSJ
Revision as of 01:46, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑνοπετής Medium diacritics: κλινοπετής Low diacritics: κλινοπετής Capitals: ΚΛΙΝΟΠΕΤΗΣ
Transliteration A: klinopetḗs Transliteration B: klinopetēs Transliteration C: klinopetis Beta Code: klinopeth/s

English (LSJ)

ές, bed-ridden, Hp.Morb.1.14, X.HG5.4.58, etc.

German (Pape)

[Seite 1454] ές (aufs Bett fallend), bettlägerig; Xen. Hell. 5, 4, 58; Hippocr. u. Sp., wie D. Hal. 9, 13.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑνοπετής: -ές, κατάκοιτος, κλινήρης, Ἱππ. 451. 21, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 58, κτλ. ― Οὐσ. κλινοπέτεια, Νεόφυτ. ἐν Cod. Reg. 1189, fol. 140a.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
alité, malade.
Étymologie: κλίνη, πίπτω.

Greek Monolingual

κλινοπετής, -ές (AM)
κλινήρης, κατάκοιτος («τά πολλά κλινοπετεῑς δι' άρρωστίαν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -πετής < πίπτω (πρβλ. γονυπετής, ουρανοπετής)].

Greek Monotonic

κλῑνοπετής: -ές (πίπτω), κατάκοιτος, κλινήρης, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλινοπετής -ές [κλίνω, πίπτω] bedlegerig.

Russian (Dvoretsky)

κλῑνοπετής: Xen., Plut. = κλινήρης.

Middle Liddell

κλῑνο-πετής, ές πίπτω
bed-ridden, Xen.