νεοχμός

Revision as of 10:05, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

English (LSJ)

όν, A = νέος, new, always of things (exc. S.Ant.156 (anap.)), μέλος ν. ἄρχε Alcm.1; νεοχμοῖς δὲ δὴ νόμοις Ζεὺς… κρατύνει A.Pr.150 (lyr.); κακόν Id.Pers.693, E.Hipp.866 (lyr.); τί φροιμιάζῃ ν.; Id.IT1162, cf. Tr.260 (lyr.); μῦθοι ib.231 (anap.): rare in Com. (only in lyr.), ν. ἄθυρμα Cratin.145; τέρας Ar.Ra.1372, Th.701: also in Ion. (never in Att.) Prose, fresh, ν. ποιέειν τὸ φάρμακον Hp.Mul.2.133. Adv. -μῶς ib.1.16. II drastic, ν. τι ποιέειν, i.e. mutiny, Hdt. 9.99, 104; οὐδενὶ ν. ἀρεσκόμενος D.C.38.3. [νεοχμ-, A.Pers.l.c., E.Tr. 231, Ba.216, etc.]

German (Pape)

[Seite 246] = νέος; νεοχμὸν τέρας, Ar. Th. 701, neu, unerwartet, τί δ' ἐστὶν οὕτω νεοχμὸν ἐξαίφνης, Soph. Phil. 741, vgl. Ant. 157; öfter bei Eur., νεοχμῶν μύθων ταμίας, Troad. 231, νεοχμὸν κακόν, Hipp. 866 Bacch. 216; νεοχμόν τι ποιέειν, von Neuerungen im Staate, Her. 9, 99. 104; Sp., wie Luc. – Bei D. Cass. 38, 3 auch ὁ νεοχμός, = νεόχμωσις.

Greek (Liddell-Scott)

νεοχμός: -όν, = νέος, ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων, μέλος ν. ἄρχε Ἀλκμὰν 1· νεοχμοῖς δὲ δὴ νόμος Ζεύς... κρατύνει Αἰσχύλ. Πρ. 150· κακὸν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 693, Εὐρ. Ἱππ. 866· τὶ φροιμιάζει ν. ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1162, πρβλ. Τρῳ. 260· μῦθοι αὐτόθι 231· σπάνιον παρὰ κωμ. καὶ μόνον ἐν λυρ. χωρίοις, ν. ἄθυρμα Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 16· τέρας Ἀριστοφ. Βάτρ. 1372, Θεσμ. 701. ΙΙ. ἐπὶ πολιτικῶν νεωτερισμῶν, νεοχμόν τι ποιέειν, Λατ. novas res tentare, Ἡρόδ. 9. 99, 104· οὐδενὶ νεοχμῷ ἀρεσκόμενος Δίων Κάσ. 38. 3· - ἐπίρρ. -ῶς, Ἱππ. 598. 12· «ποτέρως ἂν ἐθέλειεν διαλέγεσθαι ἀρχαίως καὶ ἀκριβῶς ἢ νεοχμῶς καὶ ἀμελῶς» Φρυνίχου Ἐπιστ. πρὸς Κορνηλιανόν, ἐν τῇ ἀρχῇ τῶν Ἐκλογῶν, ἔκδ. Lobeck. σ. 2. - Οὐδέποτε ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττικῷ λόγῳ. [νεŏχμ-, Αἰσχύλ. Πέρσ. ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐρ. Τρῳ. 231, Βάκχ. 216, κτλ.].

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
nouveau, neuf.
Étymologie: νέος.

Greek Monolingual

νεοχμός, -όν (Α)
1. (συν. για πράγματα) αυτός που εμφανίστηκε για πρώτη φορά, ο καινούργιος, ο νεοφανής
2. (για φάρμακα) νωπός, φρέσκος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεοχμόν
(σχετικά με πολιτικές καταστάσεις) νεωτερισμός, μεταρρύθμιση.
επίρρ...
νεοχμῶς (Α)
με νεοχμό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγο ή σύνθ. του νέος. Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι το β' συνθετικό -χμός της λ. εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τών χθών «γη», χαμαί (πρβλ. και τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «ὀρροχμόν
ἔσχατον, ἄκρον» < ὄρρός, αν ο τ. παραδίδεται σωστά)].

Greek Monotonic

νεοχμός: -όν,
I. = νέος, νέος, καινούριος, πρόσφατος, σε Αισχύλ., Ευρ., Αριστοφ.
II. λέγεται για πολιτικούς νεωτερισμούς, νεοχμόν τι ποιέειν = το επόμ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

νεοχμός:
1) новый (νόμοι Aesch.; μῦθοι, κακόν Eur.): νεοχμόν τι ποιεῖν Her. совершать переворот;
2) небывалый, диковинный, странный (τέρας Arph.): τί φροιμιάζει νεοχμόν; Eur. что это у тебя за странное начало?

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: new, unusual, strange, almost only of objects (Ion. poet., Alcm.).
Derivatives: νεοχμίη κίνησις πρόσφατος H. and the denomin. νεοχμόω = νεωτερίζω, innovate (in the government), make innovations, be recalcitrant (Hdt., Th. 1, 12, Arist.) with νεόχμωσις f. innovation, unusual appearance (Arist., Aret.); also νεοχμ-έω (H., Suid.), -ίζω (H.) id..
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From νέος with unclear formation; cf. ὀρροχμόν ἔσχατον, ἄκρον H., from ὄρρος. Wackernagel KZ 33, 1f. (Kl. Schr. 1, 680f.) wants to see in -χμ- the zero grade of χθών, χαμ-αί; so prop. "in (ea) terra novus" [improbable]. Doubts in Chantraine Form. 151 and Sommer Nominalkomp. 86 f.

Middle Liddell

νεοχμός, όν = νέος
I. new, Aesch., Eur., Ar.
II. of political innovations, νεοχμόν τι ποιέειν, = νεοχμόω, Hdt.

Frisk Etymology German

νεοχμός: {neokhmós}
Meaning: neu, ungewöhnlich, fremdartig, fast nur von Sachen (ion. poet. seit Alkm.).
Derivative: Davon νεοχμίη· κίνησις πρόσφατος H. und das Denominativurn νεοχμόω = νεωτερίζω, ‘neuern, (im Staatswesen) Neuerungen machen, sich auflehnen’ (Hdt., Th. 1, 12, Arist. u.a.) mit νεόχμωσις f. Neuerung, ungewöhnliche Erscheinung (Arist., Aret.); auch νεοχμέω (H., Suid.), -ίζω (H.) ib..
Etymology: Von νέος mit undurchsichtiger Bildungsweise; vgl. ὀρροχμόν· ἔσχατον, ἄκρον H., von ὄρρος. Wackernagel KZ 33, 1f. (Kl. Schr. 1, 680f.) will in -χμ- die Schwundstufe von χθών, χαμαί sehen; somit eig. "in (ea) terra novus". Bedenken bei Chantraine Form. 151 und Sommer Nominalkomp. 86 f.
Page 2,307

English (Woodhouse)

new, novel, unfamiliar