παλαιόφρων

From LSJ
Revision as of 10:29, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιόφρων Medium diacritics: παλαιόφρων Low diacritics: παλαιόφρων Capitals: ΠΑΛΑΙΟΦΡΩΝ
Transliteration A: palaióphrōn Transliteration B: palaiophrōn Transliteration C: palaiofron Beta Code: palaio/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, with the wisdom of age, A.Eu.838, Supp.593 (both lyr.).

German (Pape)

[Seite 445] altklug, Aesch. Suppl. 588, vgl. Eum. 802.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλαιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρένας γέροντος, φρόνιμος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 838, Ἱκέτ. 593.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
dont l'esprit n’est pas novice, expert, expérimenté.
Étymologie: παλαιός, φρήν.

Greek Monolingual

παλαιόφρων, -ονος, ό, ἡ (Α)
αυτός που σκέπτεται ώριμα σαν γέρος, που είναι σώφρων, μυαλωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].

Greek Monotonic

πᾰλαιόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), παλιός στη σκέψη, αυτός που έχει αποκτήσει σοφία λόγω ηλικίας, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλαιόφρων: 2, gen. ονος
1) обладающий древней мудростью (Ζεύς Aesch.);
2) умудренный опытом Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλαιόφρων -ον, gen. -ονος [παλαιός, φρήν] met de wijsheid der jaren, eerbiedwaardig.

Middle Liddell

πᾰλαιό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
old in mind, with the wisdom of age, Aesch.