περικλύζω

From LSJ
Revision as of 15:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικλύζω Medium diacritics: περικλύζω Low diacritics: περικλύζω Capitals: ΠΕΡΙΚΛΥΖΩ
Transliteration A: periklýzō Transliteration B: periklyzō Transliteration C: periklyzo Beta Code: periklu/zw

English (LSJ)

wash all round, τὸ παιδίον ὕδατι Arist.Mir.837b21:— Pass., to be washed all round by the sea, of an island, Th.6.3; of a boat, Plu.Mar.36; μὴ περικλύζοιο θαλάσσῃ, i.e. venture not on the sea, Arat.287: metaph., to be overwhelmed, κακοῖς Lib.Decl.30.61; τῷ πλήθει τῶν σκοπῶν Gal.15.584.

German (Pape)

[Seite 580] umspülen, pass. vom Meer umgeben sein; Thuc. 6, 3; Luc. V. H. 1, 30; μἡ περικλύζοιο θαλάττῃ, laß dich nicht vom Meer umspülen, d. i. wage dich nicht aufs Meer, Arat. 287; auch περικλύζῃ κακαῖς, Liban.

Greek (Liddell-Scott)

περικλύζω: λούω χύνων ὕδωρ ὁλόγυρα, περιλούω, τὸ παιδίον ὕδατι π. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 91· - Παθ., περιβρέχομαι, ἐπὶ νήσου, Θουκ. 6. 3· ἐπὶ πορθμοῦ, Πλουτ. Μαρ. 36· μὴ περικλύζοιο θαλάσσης πεπταμένῳ πελάγει, δηλ. μὴ ἀποτόλμα νὰ ἐξέλθῃς εἰς ἀνοικτὸν πέλαγος, Ἄρατ. 287.

French (Bailly abrégé)

baigner tout autour.
Étymologie: περί, κλύζω.

Greek Monolingual

ΜΑ
παθ. περικλύζομαι
1. κατακλύζομαι από την θάλασσα
2. μτφ. υπερκαλύπτομαι από κάτι, σκεπάζομαι τελείως
αρχ.
1. βρέχω κάτι γύρω γύρω, σε όλη την επιφάνειά του, περιλούζω
2. πλένω κάποιον χύνοντας νερό
3. βαπτίζω
4. παθ. (για νησί, πορθμό, πόλη) περιβάλλομαι από θάλασσα, περιβρέχομαι
5. μτφ. αποτολμώ και εξέρχομαι στην ανοιχτή θάλασσα, ριψοκινδυνεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + κλύζω «περιβρέχω»].

Russian (Dvoretsky)

περικλύζω: омывать со всех сторон (τὸ παιδίον ὕδατι Arst.): ἡ νῆσος περικλυζομένη Thuc. омываемый (морем) остров.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-κλύζω overstromen, overspoelen; pass.. οὔτε τὸ πορθμεῖον ἐδόκει περικλυζόμενον ἀνθέξειν de veerboot leek niet bestand tegen de overslaande golven Plut. Mar. 36.2.